Τον Απόστολο Θωμά τον τιμούμε! Τον τιμούμε, τον αγαπούμε όλοι οι πιστοί του κόσμου, ίσως γιατί εκείνες τις συγκλονιστικές πρώτες οκτώ ημέρες της Αναστάσεως του Ιησού Χριστού ο μαθητής του ο Θωμάς πόνεσε πολύ αλλά και αγάπησε πολύ τον Κύριό του.

Όταν μπήκε ο Χριστός απ’ τις κλεισμένες πόρτες του σπιτιού να βρει τους φοβισμένους μαθητές Του, έλειπε ο Θωμάς. Ίσως ήταν πιο φοβισμένος, βαθύτερα απελπισμένος.

Εκείνη την πρώτη ημέρα της Αναστάσεως ο ποθούμενος ήρθε και αυτός που τόσο πολύ τον ποθούσε έλειπε. Ο ποιμένας ο καλός επισκέφτηκε την ποίμνη και το πρόβατο πλανιόταν έξω από την ποίμνη και τη μάντρα Του. Ο Βασιλεύς των ουρανών παρουσιάστηκε και ο στρατιώτης μακρυά από το θείο στρατόπεδο περιδιάβαζε…

Αλλά γιατί ο Θωμάς απουσίαζε; Γιατί, όπως μας βεβαιώνει ο υπέροχος λόγος του Ιερού Χρυσοστόμου, η θεία αγάπη επέτρεψε αυτή την απουσία. Γιατί η δική του απουσία γέννησε ύστερα τη δική μας βεβαιότητα. Αν ο Απόστολος Θωμάς δεν αμφισβητούσε, δεν θα ζητούσε ν’ ακουμπήσει τα δάχτυλά του στις πληγές Του. Κι αν δεν ζητούσε, δεν θα ψηλαφούσε την πλευρά και τα άγια χέρια Του. Κι αν δεν ψηλαφούσε, δεν θα ομολογούσε Κύριο και Θεό το Σωτήρα του. Ο Θωμάς δεν θα πίστευε και δεν θα δίδασκε σ’ εμάς την ανεκτίμητη πίστη του. Αγγίζει τις πληγές του Χριστού και γιατρεύει της δικής μας απιστίας τα τραύματα.

Ας επιμένεις, Θωμά, ας επιμένεις στην καλή σου αυτή απιστία. Αγαπώ τη σύγκρουση των λογισμών σου, γιατί αυτή κόβει κάθε άλλη μέσα μου σύγκρουση. Αγαπώ σε σένα κι επαινώ την απαίτησή σου τη φιλόχριστη. Την καρδιά σου την πικραμένη από τον χωρισμό του Δεσπότη σου.

Αγαπούμε, τιμούμε τον Απόστολο Θωμά, γιατί με τον πόθο του το βαθύ και φιλόθεο αποκαλύπτει σε όλους μας τον Διδάσκαλο μοναδικά συμπαθή και φιλάνθρωπο.

Οκτώ ημέρες μετά έρχεται πάλι ο Χριστός να βρει τους μαθητές Του. Ο Θωμάς είναι τώρα μαζί τους. Μπροστά του στέκεται Αυτός που τόσο ποθεί. Ο Θωμάς στρέφει τα μάτια του στον πολυαγαπημένο του που φέρει των πληγών τα σημάδια. Και ο Κύριος προσκαλεί το Θωμά να κάνει ό,τι ζητάει. «Για σένα, γράφει πάλι ο μεγάλος Ιεράρχης, ήρθα και βρίσκομαι ξανά ανάμεσά σας. Πλησίασέ με με το σώμα σου και το πνεύμα σου και γνώρισε αυτά που ζητάς να μάθεις. Ψηλάφησέ με σαν το μικρό παιδί και διάβασε γραμμένα στα χέρια μου της θυσίας τα τραύματα. Δεν ντρέπομαι τις πληγές μου. Φέρε τα δάχτυλά σου τα πολυπράγμονα και φιλομαθή και ακούμπησε την λογχισμένη πλευρά μου. Ανέχομαι την περιέργεια των χεριών σου, όπως δέχθηκα τις πληγές των καρφιών μου»

Στη θεϊκή συγκατάβαση η καρδιά του Θωμά καταλαβαίνει, σκιρτάει, πλημμυρίζει δοξολογία. Η ψυχή του αγάλλεται και τα χείλη του λένε την υπέροχη ομολογία του:

«Ο Κύριός μου και ο Θεός μου!».

Στην πρόσκληση του Διδασκάλου η απόκριση του μαθητή είναι μονάχα λίγες λέξεις. Λίγες λέξεις όσο ένας ωκεανός δοξολογίας. Μια ψυχή πλημμυρισμένη χαρά και λατρεία γι’ Αυτόν που τόσο ποθούσε. «Εσύ είσαι Κύριος και Θεός, συ άνθρωπος και φιλάνθρωπος. Συ ιατρός της ψυχής μου παράδοξος»!

Τότε ο Χριστός φανερώνει στον μελλοντικό Του απόστολο μια άλλη διάσταση ευτυχίας και πίστεως. Της πίστεως εκείνου που μπορεί να πιστεύει, που αγαπά και λατρεύει κι ας μη μπορούν να δουν τα ασθενικά υλικά μάτια του. «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες».

Τον Θωμά τον Απόστολο τον τιμούμε, τον αγαπούμε. Τον Θωμά τον φέρουμε μέσα μας, όταν ζητάμε τη συνάντησή μας με τον Χριστό στο επίπεδο μόνο των λογικών απαιτήσεων, στη βεβαιότητα των φτωχών μας αισθήσεων. Τον Θωμά τον αγαπούμε, γιατί φανέρωσε στο νου μας τρόπους να πούμε τους βαθύτερους πόνους μας. Γιατί άνοιξε στην καρδιά μας δρόμους να πληρωθούν οι βαθύτεροι πόθοι μας.

Γι’ αυτό τολμούμε μαζί με τον αξεπέραστο Ιεράρχη και ρήτορα να του πούμε:

«Ἀπίστησον, ἀπίστησον ἔτι καὶ μᾶλλον, ἵνα πιστεύσω βεβαίως ἐγώ». Δείξε εσύ την απιστία σου, για να πιστέψω εγώ. Να στηρίξω την πίστη μου, την αναιμική την φιλόϋλη, στην «απιστία» σου τη θεοφιλή και φιλόχρηστη!