Kαταγράφεται από την παράδοση της Εκκλησίας μας μια υπέροχη ιστορία για ένα νέο. Ήταν πανέξυπνος. Ζούσε κατά τον πρώτο αιώνα μ.Χ. λίγο πιο έξω από την Έφεσο. Σε αυτή τη μεγάλη πολιτισμένη πόλη πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του και ο Άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης και από εκεί διοικούσε τις νεοσύστατες εκκλησίες της Μ. Ασίας.

Είχε γνωρίσει συμπτωματικά στις περιοδείες του και τον ευφυέστατο νέο. Τον είχε πολύ συμπαθήσει και παρακάλεσε τον Επίσκοπο της περιοχής να δείξει ιδιαίτερη φροντίδα γι’ αυτό το ταλαντούχο παλληκάρι και τον κατέστησε υπεύθυνο ενώπιον του Χριστού για την ψυχή του.

Ο Επίσκοπος με δέος δέχτηκε αυτή την ανάθεση και έδειξε άγρυπνη επιμέλεια για την πνευματική του κατάρτιση. Του δίδαξε τις χριστιανικές αλήθειες και η νεανική ψυχή που αναζητούσε το σωστό ικανοποιήθηκε βαθιά, σαγηνεύτηκε από την πίστη στον Χριστό και βαπτίστηκε. Ο Επίσκοπος με την πνευματική προσφορά και την έγνοια είχε επιτελέσει το καθήκον του. Ήταν πια ώριμος ο νέος και ελεύθερος στις επιλογές του.

Μπορούσε κανείς να πιστέψει στη σταθερή πνευματική πορεία του.

Οι έξυπνοι νέοι έχουν συνήθως ισχυρό χαρακτήρα και ασάλευτοι έχουν τη δυνατότητα να συνεχίζουν το δρόμο τους. Η εξέλιξη του συγκεκριμένου νέου απέδειξε το αντίθετο.

Η αναγνώριση των ηγετικών του ικανοτήτων από τους καινούργιους συντρόφους του με την άτακτη ζωή, οδήγησε −απίστευτο!− στο να συμπτύξουν μια ληστρική συμμορία με αυτόν αρχηγό.

Πέρασε αρκετό διάστημα όταν επισκέφθηκε αυτή την περιοχή ξανά ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.

Μετά την άλλη επικοινωνία για τα Εκκλησιαστικά θέματα, ρώτησε με ενδιαφέρον τον Επίσκοπο, τί γίνεται ο νέος που του είχε εμπιστευθεί.

Ο Ιεράρχης σιωπηλός στην αρχή και στη συνέχεια πνιγμένος στα δάκρυα απάντησε ότι πέθανε… Πέθανε.

Απορημένος, ξαναρώτησε ο Ευαγγελιστής:

― Πώς τόσο νέος;

― Πέθανε πνευματικά! Κρύβεται στο γειτονικό βουνό και με τη συμμορία του κλέβει τους περαστικούς.

Ο γέροντας Απόστολος πικράθηκε βαθιά. Έπειτα δεν δίστασε. Ζήτησε ένα άλογο και συνέχισε το κυνηγητό της αγάπης!… Προχώρησε στο δύσβατο μονοπάτι που του έδειξαν, πέρασε έρημους τόπους και απόκρημνα φαράγγια. Κατάκοπος συνέχιζε την αναζήτηση.

Δεν πρόλαβε να φθάσει στο ληστρικό κρησφύγετο και χωρίς αντίσταση τον συνέλαβε ένας ληστής, που εντυπωσιάστηκε από την παρουσία του.

Τον παρακαλεί ήρεμα εκείνος να τον οδηγήσει μπροστά στον αρχηγό. Γρήγορα ενημερώνεται. Φθάνουν στον τόπο τους. Παρα την πρώτη άρνηση ο αρχιληστής βγήκε να τους βγήκε να τους συναντήσει με όλο τον οπλισμό του. Μα καθώς είδε τον ξένο, που είχε κατεβεί από το άλογο, έπεσαν από τα χέρια του τα όπλα και έτρεξε να φύγει. Οι σύντροφοι απορούσαν. Τα έχασαν. Έμειναν αποσβολωμένοι…

Η αγάπη πάντα αφοπλίζει!

Συγκλονισμός ψυχής. Ο γέροντας Ευαγγελιστής ακολουθούσε πίσω του:

― Μη φοβάσαι, παιδί μου, φώναξε. Μη φεύγεις από τον πατέρα σου. Η καρδιά μου πονάει για σένα. Ο Χριστός και τώρα σε αγαπάει.

Ο αρχιληστής αναστατώθηκε, συγκλονίστηκε, έτρεχε… Σε λίγο όμως γύρισε με σκυμμένο το κεφάλι και κλαίγοντας γοερά γονάτισε μπροστά στον γέροντα Ευαγγελιστή Ιωάννη, που έσκυβε με πατρική στοργή επάνω από τον αμαρτωλό μετανοημένο νέο.

Το κυνηγητό της αγάπης είχε επαναφέρει στην ποίμνη του Χριστού το χαμένο πρόβατο. Τον επισκίασε ξανά η θεία Χάρη, για να τον κάνει αναγεννημένο τέκνο του Θεού!