Αρχές του 6ου αιώνα π.Χ., στη Βαβυλώνα, κοντά στη σημερινή Βαγδάτη του Ιράκ. Η Βαβυλώνα είναι μια πολύ απέραντη, 100.000 στρέμματα η έκτασή της, στις όχθες του Ευφράτη, με οικοδομήματα περίλαμπρα, με κήπους κρεμαστούς, ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου. Μοναδικοί κυρίαρχοι τότε οι Βαβυλώνιοι-Χαλδαίοι. Μονοκράτορας της οικουμένης ο Ναβουχοδονόσορ. Σ’ αυτόν χρωστάει τα μεγαλεία της η Βαβυλώνα.

Ο Ναβουχοδονόσορ υπέταξε τους Ασσύριους, νίκησε τον Φαραώ των Αιγυπτίων και ύστερα κυρίευσε την Παλαιστίνη. Μετέφερε από την Ιουδαία στη Βαβυλώνα τα ιερά σκεύη του Ναού του Σολομώντος και πήρε μαζί του αιχμαλώτους εξέχοντες Ιουδαίους με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Ο Ναβουχοδονόσορας είναι βασιλιάς σκληρός, αλλά μεταχειρίζεται τους αιχμαλώτους με πολιτική ευθυκρισία. Τους επιτρέπει να δημιουργήσουν περιουσίες στον τόπο της εξορίας τους και ακόμη τους αφήνει να τηρούν τον νόμο και τις παραδόσεις τους, να έχουν «άρχοντες του λαού», κριτές και δικαστές, δικούς τους.

Ανάμεσα στους αιχμαλώτους είναι μια Ιουδαία, ευγενής, πανέμορφη, η Σωσάννα, κόρη του Χελκίου, που δίδαξε στην κόρη του τον σεβασμό στο θείο νόμο. Σύζυγος του Ιωακείμ, άνδρα επίσημου, πολύ πλούσιου και από βασιλική γενιά. Έχει στην ιδιοκτησία του στη Βαβυλώνα σπίτι άνετο με «παράδεισό», μεγάλο δένδροφυτευμένο κήπο. Σ’ αυτό ζει με τη Σωσάννα και την οικογένεια τους. Σε αυτό το σπίτι συγκεντρώνονται κάθε μέρα Ιουδαίοι, κριτές και λαός να λύσουν τις διαφορές τους.

Τη μέρα όμως τη σημερινή ποτέ κανείς δεν την περίμενε να έρθει. Μια συνοδεία δραματική πορεύεται μπροστά μας. Η Σωσάννα, που το όνομα της σημαίνει «κρίνο», οδηγείται σε θάνατο ατιμωτικό. Πίσω της ακολουθούν με δάκρυα, απόγνωση και ντροπή οι γονείς της, τα παιδιά κι όλοι οι συγγενείς της. Σήμερα η πολυαγαπημένη και πολυτίμητη Σωσάννα, συκοφαντήθηκε, κρίθηκε και κατακρίθηκε από τους γέροντες κριτές, για προσβολή του νόμου του Θεού και της τιμής της.

Η αθώα Σωσάννα δεν δέχεται ούτε την ενοχή της ούτε την κατηγορία, προσεύχεται, φωνάζεις στο Θεό που ξέρει την καρδιά της, αλλά δεν την πιστεύουν. Δεν βρίσκεται κανείς να την υπερασπίσει γιατί οι γέροντες κριτές είναι και οι δικαστές και οι κατήγοροι της και ορκίζονται και μαρτυρούν ότι αυτοί οι ίδιοι την είδαν μέσα στον κήπο του σπιτιού της με ξένο νέο άνδρα, που γέροντες αυτοί δεν μπόρεσαν να τον συλλάβουν. Έτσι η τόσο όμορφη Σωσάννα καταδικάστηκε και την οδηγούν να την λιθοβολήσουν.

Όμως την ώρα αυτή την τόσο τραγική, απρόσμενα ένα «παιδάριο», που τον ονόμαζαν Δανιήλ, ξαφνιάζει όλους με τα λόγια του και αναγκάζει την πομπή να σταματήσει.

«Εγώ είμαι αθώος από την άδικη καταδίκη της γυναίκας», τους φωνάζει.

Ο λαός στρέφεται, βλέπει τον νέο, τον ρωτάει τί σημαίνει αυτή η ένστασή του. Ο Δανιήλ διαμαρτύρεται και λέει:

«Τόσο ανόητοι είστε, ώστε χωρίς να αναζητήσετε και άλλες εξηγήσεις καταδικάζεται μια θυγατέρα Ισραήλ»;

Αμέσως όλοι σταματούν, γυρίζουν πίσω, προσκαλούν τον Δανιήλ να καθίσει ανάμεσα τους να δικάσει, γιατί κατάλαβαν ότι ο Θεός του έδωσε το δικαίωμα αυτό και την τιμή. Τότε ο Δανιήλ, το «παιδάριο», το σοφό και δίκαιο, ζητά αμέσως να απομακρύνουν και να απομονώσουν τους δύο κατηγόρους της Σωσάννας μεταξύ τους. Ο Δανιήλ αναλαμβάνει και τους ανακρίνει χωριστά, και αυτοί πέφτουν σε αντιφάσεις. Έτσι αποκαλύπτει ο Δανιήλ μπροστά σε όλους την ανέντιμη, υποκριτική, την φθονερή συκοφαντία τους, επειδή δεν υπέκυψε η αγνή Σωσάννα στην απροκάλυπτη δική τους πρόκληση, στην εκβιαστική των κατηγόρων της επιθυμία. Κι αυτή την ίδια ώρα αναγγέλλει ο Δανιήλ την δίκαιη, άμεση καταδίκη και τιμωρία από τον Θεό των δύο γερόντων.

Τότε όλη η συναγωγή των Ιουδαίων δόξαζε τόν Θεό που σώζει όσους στηρίζουν τις ελπίδες τους σ’ Εκείνον. Και ο Χελκίας ο πατέρας της Σωσάννας και η μητέρα της και ο σύζυγος της ο Ιωακείμ και όλοι οι συγγενείς ευλογούσαν τον Θεό που τίποτε ένοχο δεν βρέθηκε για αυτήν.

Η διήγηση «Σωσάννα» τελειώνει με την φράση: «Από εκείνη την ημέρα και έπειτα το παιδάριο, ο Δανιήλ, αναγνωρίζεται μέγας ανάμεσα στον εξόριστο λαό των Ιουδαίων». Ύστερα στο βιβλίο του, «Δανιήλ», αρχίζει η μεγάλη προσωπική δική του ζωή και θρυλική ιστορία.

Η δίκαιη Σωσάννα και ο Δανιήλ ανήκουν στους Προπάτορες του Χριστού, που η Εκκλησία τους τιμά δύο Κυριακές πριν την Μητρόπολη των εορτών, τα Χριστούγεννα.

Προς τη Νίκη, τεύχος 682