Σιγοκάπνιζαν ακόμη τα αποκαΐδια από τις φλόγες της Μικρασιατικής καταστροφής, όταν «οι Μεγάλες Δυνάμεις» αποφάσιζαν να ξεριζώσουν οριστικά τον Ελληνισμό από την Μ. Ασία. Ό,τι απόμεινε από το μαχαίρι του Τούρκου το ολοκλήρωσε η συνθήκη της Λωζάνης, τον Ιούλιο του 1923. Ανάμεσα στους όρους της προβλεπόταν και η «γενική και υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών» των Τούρκων που παρέμεναν ακόμη στην Ελλάδα και των Ελλήνων που κατοικούσαν στη Μ. Ασία.
Η πρωτάκουστη απόφαση απλώθηκε από τις παραλιακές πόλεις της Ιωνίας και του Πόντου και έφθασε στο εσωτερικό της Μ. Ασίας, στην Καππαδοκία. Εκεί, με κέντρο την επισκοπή της Καισάρειας, ζούσαν απομονωμένοι, σχεδόν ξεχασμένοι, κάποιοι Έλληνες, ακρίτες του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.
Φόρτωσαν στα κάρα τους τα λιγοστά τους υπάρχοντα, πήραν στην αγκαλιά τους τα εικονίσματα και τα λείψανα των αγίων τους κι άρχισαν να κατηφορίζουν προς τα παράλια της Ιωνίας.
Ξεκίνησαν κι οι Έλληνες από τα Φάρασα, κεφαλοχώρι ανάμεσα σε άλλα έξι χωριά της επαρχίας Φαράσων της Καππαδοκίας, έχοντας μαζί τους και το δικό τους άγιο. Με τη διαφορά ότι ο δικός τους άγιος ήταν όρθιος και περπατούσε ανάμεσά τους. Ήταν ο παπάς του χωριού τους, ο Αρσένιος, ο Χατζεφεντής, όπως τον αποκαλούσαν σεβαστικά. (Αφέντης: ο ιερέας, Χατζής: όποιος είχε προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους).
Γέροντας 83 ετών, συνόδευε στο μακρύ δρόμο της προσφυγιάς τους συμπατριώτες του, που τους είχε υπηρέτησει ως ιερέας και δάσκαλος πάνω από πενήντα χρόνια.
Γεννημένος στα Φάρασα ο Θεόδωρος – όπως ήταν το βαπτιστικό του όνομα – μετά τις σπουδές του στην Σμύρνη και στην Καισάρεια έγινε μοναχός με το όνομα Αρσένιος.
Στα χρόνια εκείνα τα δύσκολα, οι Έλληνες της Καππαδοκίας πάλευαν να κρατήσουν την πίστη τους μέσα στην βία των Τούρκων, αλλά και την σκληρή προπαγάνδα των Προτεσταντών, που επεδίωκαν με αιρετικούς δασκάλους να παρασύρουν τους Ορθόδοξους.
Γι’ αυτό ο επίσκοπος Καισαρείας διόρισε τον Αρσένιο, νέο διάκονο τότε, δάσκαλο στα Φάρασα. Κι εκείνος ακολουθώντας την παράδοση των παλιών δασκάλων του Κρυφού Σχολείου, ανέλαβε να κρατήσει αναμμένο το κεράκι της ορθοδοξίας στις ψυχές των μικρών μαθητών του.
Η διδαχή του όμως απευθυνόταν και στους ηλικιωμένους. Τα χειμωνιάτικα βράδια μαζεύονταν στο σπίτι του οι χωρικοί, για να ακούσουν τις ιστορίες του Χατζεφεντή. Κι ιστορίες του ήταν πότε κάποια παραβολή του Ευαγγελίου, πότε ο βίος του αγίου της ημέρας ή περιστατικά από την Παλαιά Διαθήκη. Για αμοιβή ζητούσε να διηγούνται αυτές τις ιστορίες στα παιδιά και στα εγγόνια τους αντί για παραμύθια.
Ως ιερέας και πνευματικός ο Αρσένιος έγινε ο στοργικός πατέρας που αγρυπνούσε για τις ψυχές των Φαρασιωτών, αλλά και όλων των Χριστιανών της περιοχής. Με την ιδιότητα του Εξάρχου Καισαρείας περιόδευε σε όλη την επαρχία, πεζοπορώντας πάντα, και δεν εδίσταζε να διανύσει πολλά χιλιόμετρα για να επισκεφθεί έστω και μια χριστιανική οικογένεια που ζούσε απομονωμένη σε κάποιο τουρκοχώρι.
Δίδασκε, εξομολογούσε, κυρίως όμως προσευχόταν και νήστευε. Η ασκητική του ζωή και η καθαρή ψυχή του, η φιλόθεη και φιλάνθρωπη, έλαβε από τον Θεό την ιδιαίτερη χάρη να κάνει θαύματα. Έλληνες αλλά και Τούρκοι τον σέβονταν, τον τιμούσαν και κατέφευγαν στο κελί του σε κάθε τους δυσκολία. Ο Αρσένιος κρατούσε με αυστηρότητα ακέραιη την ορθόδοξη πίστη, αλλά την αγάπη την μοιράζεσαι σ’ όλους τους πονεμένους χωρίς διακρίσεις.
«Στην πατρίδα μας τί θα πει γιατρός δεν ξέραμε, διηγούνταν η Φαρασιώτες. Στον Χατζεφεντή τρέχαμε». Κι εκέινος, αντί για άλλη ιατρική συνταγή, τους διάβαζε κάποια ευχή από το ευχολόγιο και γίνονταν καλά.
Το καλοκαίρι του 1924 η επίγεια ζωή του αγίου Γέροντα πλησίαζε στο τέλος της. Ο Θεός όμως του ανέθεσε μια τελευταία αποστολή. Να βοηθήσει τους συμπατριώτες του στη δύσκολη ώρα που θα εγκατέλειπαν τα πατρικά τους χώματα.
Πολύ πριν φθάσει η είδηση για την Ανταλλαγή, ο Χατζεφεντής προετοίμασε τους Φαρασιώτες. Συμβούλευε να μην ανοίγονται σε δουλειές, ώστε να έχoυν χρήματα για το μεγάλο ταξίδι της προσφυγιάς.
Μόλις ήρθε η εντολή για αναχώρηση και ενώ όλοι ετοιμάζονταν βιαστικά, έκανε κι εκείνος τις δικές του ετοιμασίες. Βάφτισε πρώτα όλα τα αβάπτιστα βρέφη και ύστερα έσκαψε μέσα στην εκκλησία και στο κοιμητήριο του χωριού και έκρυψε με προσοχή τα Ιερά Σκεύη που δεν ήταν εύκολο να μεταφερθούν. Και σαν καλός πατέρας προσπαθούσε να γλυκάνει στις ψυχές την πίκρα γιατί υποχρεωτικό ξεσπίτωμα λέγονταάς τους ότι θα ζήσουν πια ελεύθεροι στην Ελλάδα.
Το ταξίδι των προσφύγων άρχισε τον Αύγουστο του 1924. Ο Αρσένιος πολλές ημέρες βάδιζε πεζός, πιστός στην αρχή του να μην ανεβαίνει σε ζώο, αλλά να πεζοπορεί, όπως και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Στό τέλος τον έβαλαν με το ζόρι σ’ ένα κάρο, απ’ τον φόβο μην αρρωστήσει και χάσουν την ευλογημένη παρουσία του.
Εκείνος όμως το είχε δηλώσει καθαρά: «Στην Ελλάδα θα ζήσω μόνο σαράντα ημέρες και θα πεθάνω σ’ ένα νησί».
Έτσι κι έγινε. Οι Φαρασιώτες με τον άγιό τους ιερή συντροφιά, τακτοποιήθηκαν προσωρινά στο κάστρο της Κέρκυρας. Ο Αρσένιος σε λίγες μέρες αρρώστησε και παρά τη φροντίδα και την αγάπη τους, έφυγε για την αληθινή ζωή του ουρανού στις 10 Νοεμβρίου 1924. Στο χέρι του βρήκαν να κρατάει σφιχτά τον δικό του θησαυρό από την πατρίδα. Τεμάχιο από το ιερό λείψανο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που είχε πάρει από την Αγία Τράπεζα του ναού των Φαράσων.
50 ολόκληρα χρόνια αγωνιζόταν να προστατεύσει το μικρό του ποίμνιο από τους εχθρούς που το πολιορκούσαν. Κι όταν το οδήγησε ασφαλές στην Ελλάδα, πήγε κι εκείνος να αναπαυθεί κοντά στον Καλό Ποιμένα, τον Ιησού Χριστό.
Οι πρόσφυγες δεν τον λησμόνησαν. Οι μαρτυρίες τους για την αγία ζωή του, αλλά και τα συνεχιζόμενα θαύματά του οδήγησαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τον Φεβρουάριο του 1986, να συναριθμήσει τον Αρσένιο τον Καππαδόκη «μετά των οσίων και των αγίων» της Εκκλησίας μας. Η μνήμη του εορτάζεται στις 10 Νοεμβρίου, ημέρα της κοίμησής του.
Ο άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, που βάδισε ο ίδιος τον πικρό δρόμο της προσφυγιάς, μπορεί να βοηθάει τώρα όχι μόνο τους απογόνους των προσφύγων της Μικρασίας, αλλά και όλους τους Έλληνες. Να συμπορεύεται και με όσους δοκιμάζουν στις ημέρες μας τον πόνο του ξεριζωμού.
Προς τη Νίκη, τεύχος 597