Άγιος Ιωάννης ο Θάσιος
Στο σμαραγδένιο νησί της Θάσου, στο χωριό Μαριές, άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του ο Ιωάννης. Εκείνα τα χρόνια, ήταν χρόνια πικρά, δύσκολα, σκλαβιάς… Χρόνια τουρκικής τυραννίας. Μα μέσα στη στοργική αγκαλιά των ευσεβών γονέων του και της μάνας Εκκλησίας ο Ιωάννης μεγάλωσε και ανδρώθηκε.
Τα χρόνια περνούσαν και σαν έγινε δεκατεσσάρων ετών, αφήνει την αγαπημένη του Θάσο και κατευθύνεται στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί πήγε με σκοπό να μάθει την τέχνη του ράπτη κοντά σε ένα Χριστιανό.
Στον όμορφο Γαλατά περνούσε τις μέρες του ο Ιωάννης.
Ήταν μήνας Δεκέμβριος∙ το κρύο είχε μπει για τα καλά. Σε πέντε μέρες θα γιόρταζαν οι Χριστιανοί την ενανθρώπηση του Κυρίου μας.
Κατά το μεσημεράκι, ο μάστοράς του τον έστειλε να πάει σε έναν έμπορο Εβραίο, για να προμηθευτεί κλωστές. Πρόθυμος ο Ιωάννης ξεκίνησε. Σαν έφτασε στο μαγαζί, ζήτησε ευγενικά από τον Εβραίο τις κλωστές. Μα για λόγο άγνωστο ήρθαν σε διένεξη και φιλονικούσαν.
Την ίδια ώρα ακούστηκε ο χότζας από τον μιναρέ. Οργισμένος ο Εβραίος με το Ελληνόπουλο, βγήκε από το μαγαζί και άρχισε να φωνάζει στους Τούρκους:
–Δεν ακούτε τούτο το παιδί που βρίζει την πίστη και το προσκύνημά σας;
Άλλο δεν ήθελαν να ακούσουν οι Τούρκοι. Χωρίς να εξετάσουν τις κατηγορίες, άρπαξαν τον μικρό Ιωάννη και άρχισαν να τον χτυπούν. Έπειτα τον έφεραν ενώπιον της εξουσίας του βεζίρη, κατηγορώντας τον ότι καθύβρισε την πίστη τους.
–Πρέπει να τιμωρηθεί! φώναζαν εξαγριωμένοι.
Ο δεκατετράχρονος Ιωάννης διαβεβαίωνε πως όλα τούτα ήταν ψέματα και άδικες συκοφαντίες.
Ο βεζίρης βλέποντας τον Ιωάννη μικρό παλληκαράκι σκέφτηκε: Τι καλά που θα ήταν να τον κάνω Τούρκο! Τέτοια παλληκάρια τα χρειαζόμαστε.
Του είπε λοιπόν:
–Δέξου να γίνεις Τούρκος και θα σώσεις τη ζωή σου. Σου υπόσχομαι κοντά μου να σε πάρω, τιμές και πλούτη να χορτάσεις!
Μα ο Ιωάννης πού να τ’ ακούσει! Σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε τον Τούρκο ίσια στα μάτια και απάντησε:
–Ποτέ δεν θα αρνηθώ τον γλυκύτατό μου Ιησού Χριστό, ακόμα κι αν με βασανίσετε ή αν μου χαρίσετε όλο το βασίλειό σας.
Τα ’χασε ο βεζίρης. Η αποφασιστικότητα του Ιωάννη τον τάραξε. Πώς τολμά ένας σκλάβος να αποκρίνεται έτσι; Δεν ξέρει ότι μπορώ να τον σκοτώσω; σκέφτηκε.
Ετοιμάζεται να του υποσχεθεί περισσότερα πλούτη και τιμές. Πριν οι σκέψεις του γίνουν λόγια, συναντά το βλέμμα του το περήφανο βλέμμα του Ιωάννη. Καταλαβαίνει πως δεν πρόκειται να του αλλάξει γνώμη. Χωρίς να χάνει χρόνο, αυτός είχε άλλωστε την εξουσία να λύνει και να δένει, διατάζει τον αποκεφαλισμό του.
Ο Ιωάννης στέκει ατρόμητος. Ήξερε πως οι Τούρκοι το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να του αφαιρέσουν την επίγεια τούτη ζωή, που είναι ψεύτικη, όχι όμως να του μολύνουν την ψυχή.
Τον σέρνουν στην αγορά. Έφθασαν στον τόπο του μαρτυρίου. Ο Ιωάννης ο Θάσιος στιγμή δεν δείλιασε σαν αντίκρισε τον δήμιο. Δέχτηκε το μαρτύριο γεμάτος ευφροσύνη και παρέδωσε την ψυχή του στον Χριστό, αντιστεκόμενος στην εξουσία του σκότους. Δεν τούρκεψε!
Ήταν Δεκέμβριος του 1652.
Φοίβη