Αγαπημένο Περιοδικό “Προς τη Νίκη”,

Σου αποστέλλω ένα κείμενο που έγραψα από καρδιάς, σχετικά με την μετανάστευση των νέων επιστημόνων στο εξωτερικό (brain drain).

«Επόμενη στάση: Αγία Μαρίνα – Τερματικός Σταθμός». Το ηχητικό μήνυμα της άφιξης ήρθε ως ανακούφιση μέσα στον ασφυκτικά γεμάτο συρμό του μετρό. Επέστρεφα από μία ακόμη άκαρπη ημέρα για εύρεση εργασίας. Ούτε κι εγώ θυμάμαι σε πόσες συνεντεύξεις είχα πάει και πόσα βιογραφικά είχα αποστείλει συνολικά. Καθώς ανέβαινα την κυλιόμενη σκάλα του σταθμού, ο νους μου έτρεχε ασυναίσθητα στη μέχρι τώρα πορεία των σπουδών μου. Πτυχιούχος Μηχανολόγος Μηχανικός του Πολυτεχνείου Κρήτης, μεταπτυχιακό με υποτροφία στο Μετσόβιο, άπταιστα Αγγλικά, πιστοποίηση υπολογιστών. Κι ύστερα από όλα αυτά, να μη βρίσκεται μία αξιόλογη εργασία ανάλογη των προσόντων μου. Τι ζητάω;

Το παράπονο με έπνιγε, ενώ η σκέψη μου στριφογύριζε στους φίλους με τους οποίους έκανα παρέα στη Σχολή. Όλοι τους είχαν προ πολλού φύγει στο εξωτερικό. Ο Δημήτρης εργαζόταν ήδη σε μία απ’ τις κορυφαίες αυτοκινητοβιομηχανίες της Γαλλίας, ενώ ο Παναγιώτης είχε προσληφθεί σ’ ένα αξιοζήλευτο ερευνητικό κέντρο της Δανίας.

Έφτασα σπίτι, είπα στους γονείς μου τα καθέκαστα και ξάπλωσα λίγο να ξεκουραστώ. Δεν πρόλαβα καλά – καλά να ανοίξω το laptop και ξάφνου δέχομαι κλήση στο Skype απ’ τον Νικήτα. Άρχισε να μου λέει για τη νέα του εργασία στη Σκωτία, την μεγάλη παροικία Ελλήνων που ζουν πλέον μόνιμα εκεί, ενώ ο μισθός του μου φάνηκε άπιαστο όνειρο για τα ελληνικά δεδομένα. Του είπα και τα δικά μου νέα. Με διέκοψε κακήν κακώς.

–Τι κάθεσαι, ρε Πάνο, και περιμένεις, αφού βλέπεις ότι όλα είναι νεκρωμένα! Πάει, πέθανε η Ελλάδα, δεν υπάρχει μέλλον πιά σ’ αυτόν τον τόπο!

Ύστερα μου έδειξε όμορφες φωτογραφίες απ’ την πόλη που μένει, μου είπε να δώσω χαιρετισμούς στους δικούς μου και του ευχήθηκα κάθε καλό για το μέλλον. Τερμάτισα την κλήση και συμφωνήσαμε να βρεθούμε από κοντά, όταν θα έρθει με το καλό τα Χριστούγεννα στην Ελλάδα. Χάρηκα πραγματικά για την πρόοδό του. Μπορώ να πω ότι τον θαύμασα. Όμως, αυτός ο λόγος του μου έκατσε κάπως. Δεν μπορούσα να τον προσπεράσω εύκολα. “Πάει, πέθανε η Ελλάδα, δεν υπάρχει μέλλον πια σ’ αυτόν τον τόπο”. Όσο τον αναπαρήγαγα μέσα μου, λες και μαχαίρι έσκιζε την καρδιά μου. Όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι.

Για στάσου, σκεπτόμουν. Σαν να έχει δίκιο. Έτσι δεν είναι; Παντού εργασιακή ανασφάλεια, μισθοί κάτω των προσδοκιών, ενώ οι προοπτικές για το μέλλον αναμένονται ολοένα και πιο δυσοίωνες. Πώς να παραμερίσω τόσους κόπους, τόση προσπάθεια, τόσες θυσίες πού έκαναν οι γονείς μου για μένα και να συμβιβαστώ με κάτι μικρότερο; Τα μάτια μου βούρκωναν, καθώς η απόφαση για μετάβαση στο εξωτερικό φάνταζε μονόδρομος.

Απ’ την άλλη μεριά όμως, εάν η νεανική μου ψυχή θαμπωθεί απ’ τις νέες παραστάσεις που θα συναντήσει και τα προνόμια που θα απολάβει, με αποτέλεσμα ο σκοπός της ολιγόχρονης απουσίας μου απ’ την Ελλάδα γίνει πλέον μόνιμος;

Κι ύστερα, ποιος θα βοηθά τα αδύναμα χέρια της μητέρας στο ζύμωμα του προσφόρου κάθε Σάββατο; Και ποιος θα συνδράμει τον πατέρα στην ελαιοσυγκομιδή του Νοέμβρη;

Πώς να αφήσω τα παιδιά μόνα τους τις Κυριακές στο ψαλτήρι και το μπαλκόνι αδειανό σε κάθε εθνική επέτειο, δίχως τη γαλανόλευκη να κυματίζει;

Και η γιαγιά; Ποιος θα της ασβεστώσει την αυλή στο νησί, εν όψει του Πάσχα; Και ποιος θα βοηθήσει τον παππού, καθώς θα επισκευάζει το καΐκι του στον ταρσανά;

Αχ, πώς να προδώσω μία τέτοια γλυκιά πατρίδα που μου χάρισε ο Θεός;

Θα μείνω. Θα μείνω και θ’ αγωνιστώ. Το αίμα νερό δεν γίνεται, έτσι δεν λένε; Στις φλέβες μου κυλάει το ίδιο αίμα μ’ εκείνο του Λεωνίδα, του Μιαούλη, του Παύλου Μελά. Εμείς οι Έλληνες έχουμε μάθει να παλεύουμε κάτω απ’ τις πιο αντίξοες συνθήκες και να βγαίνουμε με τη βοήθεια του Χριστού πάντοτε νικητές, ακόμη κι όταν όλοι οι άλλοι μας θεωρούν σίγουρα χαμένους.

Θα μείνω, λοιπόν. Το αποφάσισα. Θα το γράψω και στα παιδιά. Να επιστρέψουν κι εκείνοι. Να φτιάξουμε με τα δικά μας χέρια και πάλι την πατρίδα μας από την αρχή. Γιατί, αν είμαστε όλοι μαζί, με πίστη στον Χριστό και αγάπη στην πατρίδα, θα τα καταφέρουμε. Άλλωστε, έλειψαν ποτέ τα βάσανα και οι δυσκολίες από τούτον εδώ τον τόπο; Κι όμως, πάντοτε μέσα από τις στάχτες μας, ξαναγεννιόμασταν.

Σηκώθηκα κι άνοιξα το παράθυρο. Ένα αίσθημα σιγουριάς, πίστης κι αισιοδοξίας πλημμύριζε ολάκερη την ύπαρξή μου. Είχε πιά ξημερώσει. Μία μέρα, σκέτη χαρά Θεού κι ένας ουρανός καταγάλανος και φωτεινός, όπως τον ξέρουμε μόνο στη δικιά μας την πατρίδα.

Ν., Αιγάλεω, ετών 27