Πολλές φορές μίλησα προς την αγάπη  περί νηστείας και προσευχής, ιδιαιτέρως μάλιστα αυτές τις ιερές ημέρες· εναπέθεσα ακόμη στις φιλόθεες ακοές και ψυχές σας ποια δώρα προσφέρουν, και πόσων αγαθών πρόξενοι γίνονται αυτοί που τις ασκούν. Πράγμα που επιβεβαιώνεται γι’ αυτές κυρίως, από την φωνή του Κυρίου που αναγιγνώσκεται σήμερα στο ευαγγέλιο.

Ποια όμως είναι αυτά; Είναι μεγάλα, τα μεγαλύτερα όλων θα λέγαμε· διότι εκτός από τα άλλα μπορούν να παράσχουν και εξουσία κατά πονηρών πνευμάτων, ώστε να τα εκβάλλουν και να τα απελαύνουν, και τους δαιμονισμένους να τους ελευθερώνουν από την επήρεια τους. Όταν πραγματικά οι μαθητές  είπαν προς τον Κύριο περί του άλαλου και κωφού δαιμονίου, ότι :«εμείς δεν μπορέσαμε να το εκβάλομε», είπε προς αυτούς ο Κύριος· «τούτο το γένος δεν εκδιώκεται, παρά με προσευχή και νηστεία».

Ίσως γι’ αυτό, μετά την προσευχή επάνω στο όρος και την κατ’ αυτήν εμφάνιση της θεϊκής αυγής, κατέβηκε αμέσως και ήλθε στον τόπο, όπου ευρισκόταν ο κατεχόμενος από τον δαίμονα εκείνον. Λέγει δηλαδή ότι, αφού παρέλαβε τους εγκρίτους μαθητές, ανέβηκε στο όρος να προσευχηθεί και έλαμψε σαν ο ήλιος, και ιδού φάνηκαν να συνομιλούν με αυτόν ο Μωυσής και ο Ηλίας, οι άνδρες που περισσότερο από κάθε άλλον άσκησαν την προσευχή και τη νηστεία, δεικνύοντας και δια της παρουσίας των στην προσευχή την συμφωνία και εναρμόνιση μεταξύ προσευχής και νηστείας, ώστε κατά κάποιον τρόπο η νηστεία να συνομιλεί με την προσευχή ομιλώντας προς τον Κύριο. Εάν η φωνή αίματος του φονευθέντος Άβελ βοά προς τον Κύριο, καθώς λέγει αυτός προς τον Κάιν, όπως μάθαμε από τα λόγια του Μωυσέως, πάντως και όλα τα μέρη και μέλη του σώματος, κακοπάθουν με την νηστεία, θα βοήσουν προς τον Κύριο και, συνομιλώντας με την προσευχή του νηστεύοντας και περίπου συμπροσευχόμενα, δικαίως θα την καταστήσουν ευπροσδεκτικώτερη και θα δικαιώσουν αυτόν που υφίσταται εκουσίως τον κόπο της νηστείας. Μετά λοιπόν την προσευχή και την κατά θείο τρόπο λάμψη, αφού ο Κύριος κατέβηκε από το όρος, έρχεται προς τον όχλο και τους μαθητές, στους οποίους οδηγήθηκε εκείνος ο κατειλημμένος από το δαιμόνιο, ώστε, όπως έδειξε επάνω στο όρος ότι εκείνο ήταν βραβείο νηστείας και προσευχής,  έτσι, αφού κατέβηκε, θα επιδείξει ότι έπαθλο τούτων είναι και η ισχύς κατά των δαιμόνων.

Ο  Κύριος ρώτησε τον πατέρα του παιδιού, «από πόσον χρόνο του συνέβηκε τούτο;». Αυτήν την ερώτηση την κάνει ο Κύριος, για να τον οδηγήσει προς την πίστη και την με πίστη παράκληση. Τόσο απείχε από την πίστη ο άνθρωπος αυτός, ώστε να μη παρακαλεί ούτε υπέρ της σωτηρίας του παιδιού. Γι’ αυτό δεν παρακάλεσε καθόλου ούτε τους μαθητές· «τους είπα», λέγει, «να τον εκβάλουν»· δεν γονάτισε, δεν ικέτευσε, δεν παρακάλεσε. Αλλά δεν φαίνεται ούτε τον Κύριο να παρακάλεσε ακόμη. Γι’ αυτό ο Κύριος, αφήνοντας το παιδί που ήταν ελεεινώς ξαπλωμένο εμπρός στα μάτια του, συζητεί μ’ εκείνον, ερωτώντας τον χρόνο του πάθους και προκαλώντας τον προς την παράκληση. Αυτός δε αποκρίνεται ότι του συμβαίνει από την παιδική ηλικία και ότι πολλές φορές τον έβαλε στη φωτιά και στα ύδατα, για να τον αφανίσει, και προσθέτει· «αλλ’ αν μπορείς, λυπήσου μας και βοήθησέ μας».

Όταν  έπειτα οι μαθητές ρώτησαν ιδιαιτέρως, «γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλουμε;», είπε προς αυτούς ότι αυτό το δαιμόνιο «δεν μπορεί να εξέλθη με τίποτε άλλο, πλην της προσευχής και της νηστείας». Λέγουν λοιπόν μερικοί ότι αυτή η προσευχή και η νηστεία πρέπει να γίνονται από τον πάσχοντα· δεν είναι όμως σωστό αυτό, διότι ο ενεργούμενος από πονηρό πνεύμα, και μάλιστα τόσο φοβερό, αφού είναι όργανο εκείνου και καταδυναστεύεται από εκείνο, πώς θα μπορούσε να προσευχηθεί ή νηστεύσει επωφελώς για τον εαυτό του;

Όταν  ο Κύριος μας διδάσκει να φροντίσουμε για την πνευματική περιτομή της καρδιάς, μακαρίζει τους καθαρούς στην καρδιά και τους πτωχούς στο πνεύμα και της μεν καθαρότητος αυτής τονίζει ότι έπαθλο είναι η θεοπτία, στους πτωχούς δε υπόσχεται τη βασιλεία των ουρανών· πτωχούς  λέγει αυτούς που ζουν σε ένδεια και ευτέλεια. Δεν μακαρίζει  απλώς αυτούς τους ανθρώπους, αλλά τους κατά το φρόνημα τοιούτους, δηλαδή αυτούς που, εξ αιτίας της εσωτερικής στην καρδιά ταπεινώσεως και αγαθής προαιρέσεως, διαθέτουν αναλόγως και τα εξωτερικά. Απαγορεύει  όχι μόνο τον φόνο, αλλά και την οργή, και προτάσσει να συγχωρούμε από καρδιά αυτούς που μας πταίουν και δεν δέχεται το προσφερόμενο από μας δώρο, αν δεν συνδιαλλαγούμε προηγουμένως κι αφήσουμε την οργή.

Το ίδιο διδάσκει και για τα πορνικά πάθη· διότι και αυτήν την από περιέργεια θέα και την από αυτήν επιθυμία δίδαξε ότι είναι μοιχεία στην καρδιά· και εξετάζοντας αυτά τα θέματα γενικότερα λέγει, εάν το φώς που έχεις μέσα σου, δηλαδή ο νους και η διάνοια, είναι σκότος, γεμάτα από τις αφώτιστες προσβολές των αρχόντων του σκότους, πόσο μάλλον το σκότος, δηλαδή το σώμα και η αίσθηση, τα οποία δεν έχουν δικό τους νοερό φέγγος, γεννητικό αληθείας και απαθείας; Εάν δε το μέσα σου φώς είναι καθαρό, σε περίπτωση που δεν σκοτίζουν τα σαρκικά φρονήματα, θα είσαι τελείως φωτεινός κατά την ψυχή, όπως όταν σε φωτίζει το λυχνάρι με την λάμψη του. Τέτοια είναι η περιτομή της καρδίας κατά το πνεύμα, διά της οποίας ο Κύριος συμπλήρωσε την κατά τον νόμο περιτομή στην σάρκα, που δόθηκε στους Ιουδαίους, για να προσημάνει εκείνην και να οδηγεί προς εκείνην. Επειδή δε αυτοί δεν φρόντισαν να την αποκτήσουν, η περιτομή τους, όπως λέγει ο Παύλος, έγινε ακροβυστία και αποξενώθηκαν από τον Θεό που δεν βλέπει στο πρόσωπο, δηλαδή στα φανερά δικαιώματα της σαρκός, αλλά στην καρδιά, δηλαδή στα αφανή και μέσα μας κινήματα των λογισμών.

Ας προσέχουμε λοιπόν κι εμείς, αδελφοί, παρακαλώ, κι ας καθαρίσουμε τις καρδιές μας από κάθε μόλυσμα, για να μη συμπαρασυρθούμε μ’ εκείνους που κατακρίθηκαν. Αν ο νόμος που εκτέθηκε διά του Μωυσέως «επιβεβαιώθηκε και κάθε παράβασις και παρακοή έλαβε δικαία ανταπόδοσι, πώς θα ξεφύγουμε εμείς που αμελήσαμε για την σωτηρία μας, η οποία αρχίζοντας να διακηρύσσεται από τον Κύριο διαβιβάσθηκε προς εμάς εγκύρως από εκείνους που άκουσαν, ενώ ο Θεός επικύρωνε με σημεία και τέρατα και ποικίλες δυνάμεις και με διαμερισμό του αγίου Πνεύματος;». Ας φοβηθούμε λοιπόν τον διερευνώντα καρδιά και νεφρούς· ας εξιλεώσωμε τον Κύριο των εκδικήσεων· ας βάλουμε μέσα μας ένοικο την ειρήνη, τον αγιασμό, την προσευχή με κατάνυξη, χωρίς τα οποία κανείς δεν θα ιδεί τον Κύριο· ας ποθήσουμε γεμάτοι πίστη την υπεσχημένη εκείνη στους καθαρούς στην καρδιά θέα, και ας πράξουμε τα πάντα, για να επιτύχουμε αυτήν, με την οποία μαζί είναι η αιωνία ζωή, το άφθαρτο κάλλος, ο αδαπάνητος πλούτος, η αναλλοίωτη και απέραντη τρυφή και δόξα και βασιλεία.

Λόγος Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, για το Ευαγγέλιο της  ΄Δ Κυριακή των νηστειών.