OΙ ΑΓΙΟΙ ΔΙΣΜΥΡΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

Ανάμεσα στα άλλα περιστατικά που θυμόμαστε τις μεγάλες γιορτινές ημέρες των Χριστουγέννων, είναι και η σφαγή των αθώων εκείνων νηπίων της Βηθλεέμ από τον φθονερό βασιλιά Ηρώδη (Ματθ. β΄ 16 – 18). Ήταν οι πρώτοι Μάρτυρες για χάρη του Σωτήρος Χριστού, για να ακολουθήσουν διά μέσου των αιώνων πλήθη Μαρτύρων, Χριστιανών. Μεταξύ αυτών και οι Μάρτυρες της Νικομήδειας, οι οποίοι μαρτύρησαν την ημέρα των Χριστουγέννων.

Η Νικομήδεια ήταν μια μεγάλη πόλη στην Προποντίδα, στην οποία ο Χριστιανισμός, παρά τους διωγμούς, είχε επεκταθεί με γοργό ρυθμό. Όμως, όπως ήταν φυσικό, αυτήν την επέκταση δεν την έβλεπαν με ευνοϊκό βλέμμα οι ειδωλολάτρες και μάλιστα οι διώκτες αυτοκράτορες Μαξιμιανός και Διοκλητιανός, οι οποίοι βασίλευαν στις αρχές τού 4ου μ.Χ. αιώνος. Και είχαν επιπρόσθετο λόγο να αντιτίθενται και να πολεμούν τους Χριστιανούς, διότι οι πιστοί του Χριστού δεν δέχονταν να λάβουν μέρος στις ειδωλολατρικές θυσίες.

Όταν μάλιστα κάποτε ο Μαξιμιανός επέστρεφε νικητής από την Αιθιοπία, ενθουσιασμένος για τη νίκη, διέταξε και στη Νικομήδεια όλοι οι κάτοικοι να προσφέρουν θυσία ευγνωμοσύνης στους θεούς. Βεβαίως οι Χριστιανοί αντιτάχθηκαν και κανένας δεν δέχθηκε να υπακούσει στην αυτοκρατορική εντολή. Αυτοί είχαν άλλη θυσία να προσφέρουν, αφού μάλιστα τις μέρες εκείνες πανηγύριζαν τη μεγάλη εορτή της Γεννήσεως του Σωτήρος. Όλοι αυτοί, κλήρος και λαός, με επικεφαλής τον Επίσκοπο Άνθιμο, συγκεντρώθηκαν στον Ναό για να λατρεύσουν τον γεννηθέντα Σωτήρα. Ο Ναός ήταν γεμάτος και τα πλήθη των Χριστιανών με κατάνυξη άκουγαν τον Επίσκοπο, ο οποίος τους μιλούσε με θερμότητα για τη σταθερότητα που πρέπει να δείχνουν στην πίστη τους, πάντοτε βέβαια, ιδιαιτέρως όμως την εποχή εκείνη, που ήταν γνωστές οι κακόβουλες διαθέσεις του αυτοκράτορος. Συγκινημένοι οι πιστοί από τους λόγους του Επισκόπου τους, βεβαίωσαν για μια ακόμη φορά ότι θα μείνουν πιστοί μέχρι θανάτου στον Σωτήρα τους. Αλλά και άφησαν την ψυχή τους απερίσπαστη από τα εξωτερικά να ανυψωθεί στον ουρανό σε λατρεία του Κυρίου και Λυτρωτή.

Και πράγματι οι υποψίες του Επισκόπου Ανθίμου αποδείχθηκαν βάσιμες. Διότι οι ειδωλολάτρες βρήκαν την ευκαιρία την ώρα εκείνη της κοινής λατρείας να προγραμματίσουν γενική σφαγή των Χριστιανών, έτσι όπως θα τους έβρισκαν συγκεντρωμένους στον Ναό. Και κατέφθασαν τότε στίφη ολόκληρα οπλισμένων ανθρώπων και περικύκλωσαν τον Ναό, έτοιμα σε πρώτη διαταγή να ορμήσουν και να κατασφάξουν τους άοπλους Χριστιανούς που προσεύχονταν.

Όταν έγινε αυτό αντιληπτό, ο Άνθιμος, με τη συναίσθηση της ευθύνης του ως Επισκόπου απέναντι στους πιστούς, έδωσε οδηγίες στους ιερείς να κοινωνήσουν αμέσως τους Χριστιανούς και να επιταχύνουν τη βάπτιση των κατηχουμένων, για να είναι όλοι έτοιμοι να συναντήσουν τον Κύριο στον ουρανό. Άλλωστε κανένας τρόπος δεν υπήρχε να διαφύγουν οι Χριστιανοί, εφόσον ο τόπος της λατρείας ήταν περικυκλωμένος από τους οπλισμένους στρατιώτες και τα εξαγριωμένα πλήθη των ειδωλολατρών που κρατούσαν ρόπαλα στα χέρια τους. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε με ποια πρόσθετη συγκίνηση και ανάταση ψυχής, με τέτοιες συνθήκες, δέχθηκαν οι κατηχούμενοι το Βάπτισμα κι όλοι οι πιστοί τη θεία Κοινωνία. Με δάκρυα και ύμνους παρακαλούσαν τον γεννηθέντα Σωτήρα, εάν τους κρίνει άξιους του μαρτυρίου, να τους κρατήσει σταθερούς στην πίστη τους μέχρι την τελευταία τους πνοή.

Όμως οι ειδωλολάτρες άλλαξαν το σχέδιό τους. Ίσως φοβήθηκαν μήπως βρουν τους Χριστιανούς οπλισμένους όταν επιτεθούν μέσα στον Ναό και κινδυνεύσουν και οι ίδιοι. Γι’ αυτό αποφάσισαν να τούς θανατώσουν με φωτιά και ασφυξία. Μάζεψαν λοιπόν όγκους από φρύγανα γύρω από τον Ναό κι άναψαν φωτιά. Η φωτιά αυτή σε στιγμή δευτερολέπτων περικύκλωσε τον Ναό. Κι ενώ οι φλόγες ανέβηκαν σε ύψη, ο Ναός γέμιζε συνεχώς με πυκνότερο νέφος καπνού.

Το θαυμαστό είναι ότι κανένας από το πλήθος των Χριστιανών δεν πρόδωσε την πίστη του. Κανένας δεν κινήθηκε από τη θέση του να διαφύγει και να σωθεί. Όλοι τους, κλήρος και λαός, γέροντες, νέοι και παιδιά, άνδρες και γυναίκες, με επικεφαλής τον ηρωϊκό Επίσκοπο, έμειναν και ενίσχυαν ο ένας τον άλλο με λόγια αγάπης και παρακλήσεως. Ψάλλει ο ιερός υμνωδός: «Ωραιοτάτως εκπυρούμενοι τή τού Χριστού αγάπη, υφαπτομένης τής πυράς, ουδαμώς επτοήθητε». Αυτοί ευγνωμονούσαν τόν Κύριο· διότι οι μεν κατηχούμενοι αμέσως μετά το Βάπτισμα θα δέχονταν το βάπτισμα και το στεφάνι του μαρτυρίου, ενώ οι άλλοι πιστοί μετά τη θεία Κοινωνία θα μετεφέρονταν στην άδυτη αυγή.

Έτσι όλο αυτό το πλήθος των πιστών, τους οποίους η Αγία μας Εκκλησία υπολογίζει σε είκοσι χιλιάδες, αξιώθηκαν την ημέρα εκείνη της λαμπράς πανηγύρεως των Χριστουγέννων, να μεταφερθούν από την επίγεια λατρεία στον ουρανό κι εκεί να συνεχίσουν μαζί με τους Αγίους Αγγέλους τον ύμνο τους: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γής ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία».

Ωραία το σημειώνει ο ιερός υμνογράφος:

Πληθύς πολυάριθμος πυρί ήδη ωλοκαύτωται και ευωδίας επλήρωσε τα επουράνια και τών πρωτοτόκων εκλεκτήν ομήγυριν εφαίδρυνε χαράς τε επλήρωσε νύν τα επίγεια και πρεσβεύει του σωθήναι ημάς, τους τελούντος την ένδοξον μνήμην αυτών.

Στιχηρόν Εσπερινού. Ήχος α΄.

Δισμύριοι Μάρτυρες Χριστού, του Θεού τη χάριτι συναθροισθέντες εν Πνεύματι, δήμος μακάριος, φωταυγείς αστέρες, πλάνης νύκτα λύσαντες, πρός άδυτον αυγήν μετετέθητε, και νύν πρεσβεύσατε, δωρηθήναι ταις ψυχαίς ημών την ειρήνην και το μέγα έλεος.

Απολυτίκιον. Ήχος δ΄.

Αθλοφόροι Κυρίου, μακαρία η γη, η πιανθείσα τοις αίμασιν υμών και άγιαι αι σκηναί αι δεξάμεναι τα πνεύματα υμών· εν σταδίω γάρ την έχθραν εθριαμβεύσατε και Χριστόν μετά παρρησίας εκηρύξατε αυτόν ως αγαθόν· υπέρ ημών ικετεύσατε σωθήναι, δεόμεθα, τας ψυχάς ημών.

Απο το βιβλίο «Φωστήρες Υπέρλαμπροι» του Αρχιμ. Θεοδώρου