Τή νύχτα πού γεννήθηκε ὁ Χριστός, Ἀρχάγγελος φανέρωσε στούς βοσκούς τό νεογέννητο Παιδί, σπαργανωμένο σέ μιά φάτνη, τόν Κύριο καί Σωτήρα. Καί ὕστερα ὁλόκληρη στρατιά, πλῆθος οἱ Ἄγγελοι, φανερώθηκαν στούς ἔκπληκτους βοσκούς, μέ ὕμνους στόν Θεό πρωτάκουστους. Συγκράτησαν οἱ βοσκοί τά λόγια τους, πού ἔμειναν μοναδική κληρονομιά στήν οἰκουμένη:

«Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. β΄ 14).

Ἄς εἶναι δοξασμένος ὁ Θεός στά πιό ψηλά οὐράνια δώματα κι ἄς βασιλεύσει ἐπί τῆς γῆς εἰρήνη, τώρα πού φανερώθηκε ἡ θεία εὔνοια γιά τούς ἀνθρώπους.

 

Κάθε Χριστούγεννα ὑψώνουμε νοῦ καί καρδιά, νά «δεῖ», νά ζωγραφίσει τή θέα, πού εἶδαν μόνοι στόν κόσμο οἱ βοσκοί, ν’ ἀκούσει τό ἀγγελικό τραγούδι, τό μήνυμά του στούς ἀνθρώπους, νά καταλάβουμε τό ἀληθινό του νόημα.

Οἱ Ἄγγελοι μήνυσαν τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί μαζί μ’ αὐτή τήν «ἐπί γῆς εἰρήνη». Γιά ποιά εἰρήνη μίλησαν οἱ Ἄγγελοι; Γι’ αὐτή πού ἀπουσιάζει σέ ὁλόκληρη τήν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων ἕως σήμερα στή γῆ; Παλεύουν μέχρι σήμερα οἱ ἄνθρωποι μέ πλῆθος παγκόσμιους ὀργανισμούς, μ’ ἀτέλειωτα εἰρηνικά κινήματα, χωρίς νά κατορθώσουν νά σταματήσουν τούς πολέμους. Ἀλλά οἱ Ἄγγελοι τή νύχτα τῶν Χριστουγέννων μίλησαν γιά εἰρήνη. Μήπως ἦταν μιά πλάνη τό ἀγγελικό τραγούδι; Μᾶς εἶπαν ψέματα οἱ Ἄγγελοι; Τί εἶναι ἐκεῖνο πού δέν καταλαβαίνουμε δύο χιλιάδες τόσα χρόνια οἱ ἄνθρωποι;

* * *

Οἱ λόγοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στό ἱερό Εὐαγγέλιο περιέχουν συχνά τήν ἴδια λέξη, τήν πολυπόθητη εἰρήνη. Σ’ αὐτούς θά καταφύγουμε γιά νά βροῦμε τό κρυμμένο νόημα. Λόγοι μέ δύναμη τήν Ἀλήθεια. Ἄς μείνουμε σέ τρεῖς μονάχα λόγους:

 

«Δοκεῖτε ὅτι εἰρήνην παρεγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῇ; οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ᾿ ἤ διαμερισμόν» (Λουκ. ιβ΄ 51).

Νομίζετε ὅτι ἦρθα νά δώσω στή γῆ εἰρήνη; Σᾶς βεβαιώνω ὄχι, ἀλλά διαίρεση καί διχασμό.

Τά λόγια τοῦ Κυρίου μᾶς ξαφνιάζουν, ἀλλά τί νά σημαίνουν; Μᾶς λέει ὅτι ἦρθε νά χωρίσει τούς ἀνθρώπους;

Τά λόγια Του σημαίνουν ὅτι δέν ἦρθε στή γῆ ὡς βασιλιάς πανίσχυρος, ὅπως τόν περίμεναν οἱ Ἑβραῖοι, νά ὑποτάξει ὅλους τούς ἀνθρώπους σέ ἕνα σύστημα στιβαρό καί ἀμείλικτο, μέ τήν ἐπιβολή εἰρήνης μεταξύ τους. Ἦρθε ὁ Χριστός καί οἱ ἄνθρωποι χωρίστηκαν σ’ ἐκείνους πού Τόν ἀγάπησαν καί Τόν ἀγαποῦν μέ ἀγάπη μοναδική πού δέν ἐκδηλώθηκε ποτέ σέ κανέναν, καί σ’ ἐκείνους πού Τόν μίσησαν καί Τόν μισοῦν μέχρι σήμερα, μέ μίσος πού παρόμοιο δέν ἔδειξαν ποτέ σέ κανέναν. Αὐτοί εἶναι ἀδύνατον νά συντελέσουν στήν εἰρήνευση τοῦ κόσμου.

 

«Καί ὡς ἤγγισεν, ἰδών τήν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ᾿ αὐτῇ, λέγων ὅτι εἰ ἔγνως καί σύ, καί γε ἐν τῇ ἡμέρᾳ σου ταύτῃ, τά πρός εἰρήνην σου! (Λουκ. ιθ΄ 41-42).

Κι ὅταν πλησίασε καί εἶδε τήν πόλη, τήν Ἱερουσαλήμ, ἔκλαψε μέ λυγμούς καί εἶπε: Ἄν ἤξερες κι ἐσύ, ἔστω αὐτή τήν τελευταία ἡμέρα, τί θά σοῦ δώσει τήν εἰρήνη σου!

Πονοῦσε γιά τήν πόλη ὁ Χριστός. Ἀλλά ἡ Ἱερουσαλήμ οὔτε κατάλαβε, οὔτε δέχτηκε τόν Χριστό. Γιατί ὁ Χριστός δέν ἦρθε νά εἰρηνεύσει τόν κόσμο ἀναγκαστικά· ἦρθε νά ξεσηκώσει πόλεμο μέ τό κακό πού φωλιάζει μέσα μας, γιά νά εἰρηνεύσουμε καί γύρω μας. Οὔτε ἦρθε ν’ ἀνεβάσει τό ἐπίπεδο ζωῆς, Ὁ ἴδιος τό περιφρόνησε ὁλότελα, ἀλλά οἱ λόγοι Του ἄλλαξαν τίς κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων. Οὔτε ἦρθε νά μᾶς ἀποκοιμίσει μέ τό «παραμύθι», τίς ὑποσχέσεις γιά καλύτερη ἄλλη ζωή στόν οὐρανό, ἀλλά ἦρθε νά βάλει στήν ἐδῶ ἀσήμαντη, παροδική ζωή μας διαστάσεις ἀπέραντες καί αἰώνιες.

 

«Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἐν ἐμοί εἰρήνην ἔχητε. ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰωάν. ις΄ 33).

Σᾶς εἶπα αὐτά, γιά νά ἔχετε εἰρήνη κοντά μου. Στόν κόσμο αὐτό θλίψη θά ἔχετε, ἀλλά πάρετε θάρρος, γιατί ἐγώ εἶμαι ὁ νικητής τοῦ κόσμου.

Ἀπό τά τελευταῖα λόγια τοῦ Χριστοῦ στούς μαθητές Του.

Τίς θλίψεις τοῦ κόσμου, τούς πολέμους καί τούς διχασμούς, τούς προκαλεῖ αἰῶνες τώρα μόνη ἡ ἀπουσία τοῦ Χριστοῦ ἀπ’ τή ζωή μας. Ὁ Χριστός λείπει ἀπό τή γῆ καί λείπει ἡ Εἰρήνη.

Δέν εἴπανε ψέματα οἱ Ἄγγελοι στούς ποιμένες. Τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ δοξάζανε οἱ Ἄγγελοι, τή θεία εὔνοια, τήν εἰρήνη μαζί Του. Ξεγελασμένοι οἱ ἄνθρωποι πιστεύουμε στό ψέμα, ψάχνουμε τήν Εἰρήνη δίχως τόν Χριστό.

 

Ἄχ, νά γινότανε νά δεῖ ἡ γῆ μας, φέτος τά Χριστούγεννα, τήν Ἀλήθεια!

 

Γ.