–Ω, δάσκαλε! του φώναξε, έλα να σε κεράσω ένα ρακί.
Δεν κάθισαν καλά-καλά στο τραπέζι (εποχή Χότζα στην Αλβανία) κι ο Αλή έσκυψε συνωμοτικά προς το μέρος του ψιθυρίζοντας:
–Τι είναι το «Τη Ὑπερμάχως», δάσκαλε;
Ξαφνιάστηκε ὁ δάσκαλος. Δεν περίμενε τέτοια ερώτηση.
–Δάσκαλε, ξέρω ότι είσαι χριστιανός και ξέρεις ότι είμαι μουσουλμάνος. Αυτό το «Τῇ Ὑπερμάχως» κάτι δικό σας είναι, είμαι σίγουρος. Κατατρόμαξε πάλι το χωριό χθες. Το «Τῇ Ὑπερμάχως» αντιβουίζει απ’ τα βουνά. Κάθε χρόνο την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, ακούγεται αυτή η ψαλμουδιά. Τι είναι, πες μου, σε παρακαλώ.
Η μάχη της Νικολίτσας! σκέφτηκε ο δάσκαλος. Ήταν παιδί τότε, το 1940, όταν οι Έλληνες λευτέρωσαν τη Βόρειο Ήπειρο… Για να μπορέσει να πάρει την Κορυτσά ο ελληνικός στρατός, έπρεπε πρώτα να διώξει τους Ιταλούς από τα φυλάκιά τους πάνω στα βουνά, πού δέσποζαν γύρω απ’ την πόλη. Κι εκεί, στο Μοράβα, πάνω απ’ τη Νικολίτσα, το βουνό ήταν απότομο, δεν μπορούσε να πλησιάσει κανείς, οι Ιταλοί σε έβλεπαν και σε χτυπούσαν από μακριά. Εκείνο το απόγευμα του Νοέμβρη, το χιόνι που έπεφτε πυκνό τις τελευταίες μέρες, είχε στρώσει τα πάντα. Οι Ιταλοί έβλεπαν με τα κιάλια έναν βοσκό να οδηγεί τα πρόβατά του μέσα στο χιόνι πάνω στο βουνό, προς την μεριά τους κι απορούσαν: «που τα πάει τα πρόβατα τέτοια ώρα μέσα στα χιόνια;» Όταν ο βοσκός πλησίασε αρκετά, πάγωσαν! Τα πρόβατα σηκώθηκαν στα δύο πόδια και πέταξαν τις προβιές. Ήταν Έλληνες στρατιώτες πού είχαν φορέσει τα πανωφόρια ανάποδα, απ’ την πλευρά της άσπρης μάλλινης επένδυσης, και σέρνονταν στο χιόνι. Κι ο «βοσκός» πέταξε την κάπα και την γκλίτσα και φάνηκαν τα διακριτικά του. Μαρμαρωμένοι άκουσαν την ιαχή του να σκίζει τον αέρα: «Υπέρ πίστεως και Πατρίδος, παιδιά μου! Αέρα!». Οι Έλληνες στρατιώτες όρμησαν με μιας ψάλλοντας «Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τά νικητήρια…» και έδιωξαν τους Ιταλούς απ’ το Μοράβα.
Τί του λέει τώρα τούτος ο οθωμανός; Πώς κάθε χρόνο τέτοια μέρα, την ίδια ώρα, τα βουνά της Νικολίτσας αντιλαλούν αυτό το «Τῇ Ὑπερμάχῳ»;
–Μ’ ακούς, δάσκαλε; τον συνέφερε η φωνή του Αλή. Δεν θα σε μαρτυρήσω. Μπέσα. Μονάχα πες μου, τι είναι τούτο το «Τῇ Ὑπερμάχως» πού αντηχούνε τα βουνά;
–Προσευχή, είπε ο δάσκαλος συγκινημένος. Ευχαριστήρια προσευχή στην Παναγία μας, την Μητέρα του Χριστού, που μας προστατεύει πάντα και βιάστηκε να βγει έξω…
(Περιοδικό ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ, τεύχος 791, 2011)
Και τώρα πώς να γράψουμε εμείς οι σημερινοί τι είναι τούτο το «Τῇ Ὑπερμάχῳ», το τροπάριο της Εκκλησίας μας, πού κυριαρχεί όλη τη Μεγάλη Σαρακοστή, που αντιλαλεί στην ψυχή κάθε Έλληνα Χριστιανού, όποιας εποχής και όποιας ηλικίας; Και πώς να εξηγήσεις ποιά είναι η «Υπέρμαχος Στρατηγός» όλου του Γένους των Ελλήνων;
Πριν 14 αιώνες, επί βασιλείας Ηρακλείου (610 – 641 μ.Χ.) και Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Σεργίου, καταγράφεται να ψάλλεται η «ευχαριστήρια αυτή προσευχή στην Παναγία», που έσωσε την Πόλη εκείνη τη νύχτα. Όλοι όρθιοι έψαλλαν όλη τη νύχτα. Ακάθιστο Ύμνο την ονόμασαν και εισαγωγικό τροπάριο (κοντάκιο) έχει το «Τῇ Ὑπερμάχῳ».
«Προς την Παναγία, προς την Υπέρμαχο Στρατηγό, αποτείνεται το θαυμάσιο βυζαντινό τροπάριο…, που στην πραγματικότητα είναι ο εθνικός ύμνος του αγωνιστικού Βυζαντίου. Και σαν εθνικό μας ύμνο έπρεπε να το κρατήσει και η απελευθερωμένη Ελλάδα του 21… Όμως, αυτό που δεν έκαμε το μεταεπαναστατικό κράτος το έκαμε μόνος του ο Ελληνικός Λαός. Έτσι κάθε φορά πού ένα μεγάλο γεγονός τρικυμίζει την ψυχή μας, το βυζαντινό τροπάρι αυθόρμητα ανεβαίνει στα χείλη μας και σμίγει με τούς στίχους του Σολωμού…» (Στρατής Μυριβήλης).
Γι’ αυτό και σήμερα, κι αν όλα της πίστεώς μας τα περιφρονήσουν και τα ξεριζώσουνε και τα απορρίψουν, το «Τῇ Ὑπερμάχῳ» δεν μπορούνε να το σβήσουν, είναι γραμμένο ολόκληρο σε κάθε αιμάτινη σταλαγματιά του είναι μας. Και αυτή η σταλαγματιά είναι από το ίδιο αίμα, που πότισε το Μοράβα και αντιβουίζει κάθε χρόνο στα βουνά την ίδια μέρα και την ίδια ώρα, μέχρι σήμερα, το ίδιο τούτο «Τῇ Ὑπερμάχως»!
Ο δάσκαλος βγαίνοντας με δάκρυα από το καφενείο εκείνο το βράδυ, τη μαρτυρική για τους Έλληνες εποχή του Χότζα (1944-1985), ζήτησε από την Παναγία ν’ αξιωθεί να ψάλει στην ερειπωμένη εκκλησία της Νικολίτσας το «Τῇ Ὑπερμάχῳ». Και η Παναγία του το χάρισε λίγα χρόνια αργότερα, στα 1990.
Γ.