Και γιατί να κάνω αυτό που θέλει ο Θεός;
Με συνάντησες μία μέρα και μου μίλησες έντονα, θυμωμένα, απεγνωσμένα: «Και γιατί να κάνω αυτό που θέλει ο Θεός;», ρώτησες.
Σου είπα τότε πως θα σου εξηγήσω. Μα νομίζω πως δεν έχω κάποιο επιχείρημα για να σε πείσω. Μπορώ να σου πω μόνο την πιο πραγματική ιστορία.
Η ιστορία αυτή ξεκινά με τον μικρό άνθρωπο, πού ήταν αληθινά μικρός, χαμένος θα έλεγες, μέσα στο σύμπαν. Κοντά του υπήρχε ο μεγάλος Θεός, με την απεριόριστη δύναμη. Αγαπούσε υπερβολικά τον μικρό άνθρωπο. Του μιλούσε συνεχώς, τον ευεργετούσε με κάθε τρόπο. Κι όμως, κάποια μέρα, ο άνθρωπος αποφάσισε να φύγει μακριά. Μα ο μεγάλος Θεός τον αγαπούσε παράφορα. Τον αναζήτησε, τον φώναξε με το όνομά του. Για πρώτη φορά ο άνθρωπος φοβήθηκε. Φοβήθηκε ότι ο Θεός θα τον συντρίψει. Και κρύφτηκε. Όμως, Εκείνος ήθελε να τον βρει, να τον αγκαλιάσει, να του πει πώς παρά τη δική του παραφροσύνη, δεν άλλαξε τίποτε στην αγάπη Του, πώς όλα θα ήταν όπως πριν. Ὁ άνθρωπος τίναξε από πάνω του τα χέρια πού πήγαιναν να τον αγκαλιάσουν και έφυγε. Δεν ήθελε πια τον Πατέρα του…
Από τότε ἡ ζωή του άλλαξε. Έμεινε μόνος. Όλα γύρω του έμοιαζαν εχθρικά, τίποτε δεν φαινόταν αληθινά όμορφο. Μα, αντί να τρέξει να γυρίσει κοντά Του, άρχισε να μιλά άσχημα για τον μεγάλο Θεό, να προσπαθεί να βρει τρόπο να Τον ξεχάσει. Και Εκείνος, ενώ βρισκόταν πάντα δίπλα του, δεν φανέρωνε τον εαυτό Του, για να μην αναγκάσει τον μικρό άνθρωπο να Τον δεχτεί. Μόνο έστελνε άλλους, δικούς Του ανθρώπους, να τον βοηθήσουν. Μα εκείνος δεν άκουγε τίποτε. Η ζωή του ήταν πια μια κόλαση. Τότε ήρθε ἡ κατάλληλη στιγμή. Ὁ μεγάλος Θεός εμφανίστηκε σαν μικρός άνθρωπος, για να μην τρομάξει το παιδί Του. Έμεινε καιρό μαζί του. Του εξήγησε πόσο τον αγαπά. Του έκανε πολλά δώρα, του εξήγησε πώς θα αποκτήσει δύναμη και σοφία, τον παρακάλεσε να γυρίσει κοντά Του.
Και ο άνθρωπος; Ὁ μικρός, πολύ μικρός άνθρωπος Του ζήτησε να σταματήσει να μιλά, απαίτησε να φύγει από μπροστά του. Τον απείλησε ότι θα Τον σκοτώσει. Μα Εκείνος είχε έρθει για να σώσει το παιδί Του! Ήθελε να του δώσει τη ζωή πού είχε χάσει. Τότε ο μικρός άνθρωπος πραγματοποίησε την απειλή του. Κάρφωσε σε ένα φριχτό σταυρό τον μεγάλο Θεό. Μα και πάνω από το ξύλο ο Θεός τον παρακαλούσε να δεχτεί τη βοήθειά Του, να δεχτεί τη σωτηρία. Με τα ματωμένα Του χέρια, λες και αγκάλιαζε το παιδί Του που Τον χλεύαζε. Και εκείνη την ώρα υποσχέθηκε σε όσους γύριζαν κοντά Του την πιο τιμημένη, την πιο ευτυχισμένη ζωή. Υποσχέθηκε το θρόνο της πιο λαμπρής δόξας…
Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Αλλά το τέλος της δεν το γνωρίζω για να σου το πω. Το τέλος θα το γράψεις εσύ.
Φίλε και φίλη μου, είμαι και είσαι ο μικρός επαναστάτης άνθρωπος. Και ο μεγάλος Θεός είναι ο Θεός της μεγάλης, της υπέρλογης αγάπης. Μας παρακαλεί, μας ικετεύει να μείνουμε κοντά Του και να κάνουμε το θέλημά Του. Όχι για άλλο λόγο, παρά γιατί θέλει να μάς δώσει όλα Του τα δώρα. Την ειρήνη Του, τη χαρά Του, την αιώνια ζωή.
Λοιπόν, τί θα κάνεις, φίλε μου; Θα αποφασίσεις να πεις το ναι; Είσαι ελεύθερος να μην το κάνεις και να ζήσεις μια ζωή χωρίς τον Θεό. Εκείνος τότε θα κρυφτεί, για να μη δυσκολεύει το δρόμο σου. Μπορείς, όμως, και να ζήσεις κοντά Του, να ακολουθήσεις το δρόμο πού δείχνει Εκείνος, να κάνεις το θέλημά Του. Γιατί απλά, θέλεις να κερδίσεις τα δώρα Του. Ή γιατί δεν μπορείς παρά να αγαπήσεις κι εσύ απεριόριστα τον μεγάλο Πατέρα που σε αναζητά και σε φωνάζει με το όνομά σου, για να σε αγκαλιάσει και να σε ανεβάσει σε ένα ύψος που δεν έχεις καθόλου φανταστεί.
Προσωπικά, διαλέγω το τελευταίο.
Ίων