Αλήθεια, θα κάνετε προσευχή για μένα;                                                   

Αληθινό περιστατικό

Οι δύο γυναίκες κατέβηκαν γρήγορα τις σκάλες της πολυκατοικίας. Είχαν ακόμη δουλειά μπροστά τους. Έφτανε το μεσημέρι κι εκείνες έπρεπε να καταφέρουν να τελειώσουν για τον έρανο της Εκκλησίας όλα τα διαμερίσματα του δρόμου νωρίς, μην πιάσουν τους ανθρώπους στον ύπνο. Δεν ήταν σωστό να χτυπούν τα κουδούνια μεσημεριάτικα… Η κ. Ακριβή κοίταξε τους λαχνούς που κρατούσε στο χέρι της.

–Καλή χρονιά φέτος. Καλά πηγαίνει ο έρανος.

Η κ. Μαρκέλλα έγνεψε καταφατικά. Είχαν πιαστεί τα πόδια της από το ανέβα – κατέβα στις σκάλες, αλλά δεν το έβαζε κάτω. Της άρεσε αυτό το έργο.

–Έλα, πάμε, την τράβηξε απαλά.

Πλησίασαν την πόρτα της διπλανής πολυκατοικίας, πήραν βαθιά ανάσα και χτύπησαν το κουδούνι.

–Είμαστε από τον έρανο της ενορίας για τα Χριστούγεννα. Θα μας ανοίξετε;

Λίγα δευτερόλεπτα αγωνίας και μετά ο βόμβος από το θυροτηλέφωνο. Η πόρτα άνοιξε κι οι γυναίκες μπήκαν μέσα. Η πόρτα δεν είχε κλείσει ακόμη πίσω τους, όταν ακούστηκε η αντρική φωνή.

–Μπορώ να σας ζητήσω κάτι;

Γύρισαν τα κεφάλια τους πίσω. Ήταν ένα παλληκάρι ως είκοσι χρονών αυτός που μιλούσε και κρατούσε μισάνοιχτη την πόρτα. Τρίκλιζε και τα λόγια του έβγαιναν μπερδεμένα.

–Μήπως μπορείτε να με βοηθήσετε; ξαναμίλησε το παλληκάρι και έτεινε το χέρι του παρακλητικά.

Οι γυναίκες κοιτάχτηκαν διστακτικά. Με αργές κινήσεις η κ. Μαρκέλλα έβαλε το χέρι στην τσέπη της και τράβηξε ένα νόμισμα.

–Ορίστε, είναι δικό σου.

Το παλληκάρι έκλεισε στη χούφτα του το πολύτιμο κέρμα.

–Ευχαριστώ, ψιθύρισε κι έκανε να φύγει.

–Πώς σε λένε; τον σταμάτησε η κ. Μαρκέλλα.

Το παλληκάρι την κοίταξε τρομαγμένο.

–Τι το θέλετε το όνομά μου;

Η κ. Μαρκέλλα χαμογέλασε καθησυχαστικά.

–Για να κάνουμε προσευχή για σένα το ρωτάω.

Το παλληκάρι άρχισε να τρέμει.

–Αλήθεια; Αλήθεια το λέτε; Σταμάτησε. Πήρε να κλαίει με λυγμούς. Θα κάνετε προσευχή για μένα; Νίκο με λένε. Νίκο. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ…

Ο Νίκος γύρισε την πλάτη του και ψιθυρίζοντας ξανά και ξανά «ευχαριστώ» βγήκε από την πολυκατοικία.

Οι δύο γυναίκες κοιτάχτηκαν αμίλητες.

Κάπου μέσα στο νου τους θυμήθηκαν τα λόγια που είχαν κάποτε ακούσει: «Όταν περπατάτε στο δρόμο, να κάνετε προσευχή για όλους όσους βλέπετε. Για τους άστεγους, τους ναρκομανείς, για τους διπλανούς σας στο λεωφορείο, για τους περαστικούς, για όλους. Έτσι θα έρχεται η Χάρη του Θεού παντού».

Άρχισαν να ανεβαίνουν τις σκάλες. Δεν μιλούσαν, μα η καρδιά τους φώναζε: «Κύριε, ελέησε τον δούλο Σου Νίκο και όλους όσους μοιάζουν με τον Νίκο…».

Το βράδυ, πριν κοιμηθείς, θυμήσου όσους για κάποιο λόγο ξαγρυπνούν και ζήτησε με την προσευχή σου να τους σκεπάσει ο Θεός…

 

Σιλουανή

 

Προσευχή του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου

 

Κύριε,
πόσοι άνθρωποι απόψε ξαγρυπνούν…

Σε ικετεύω:

για όσους υπηρετούν σε βραδινή βάρδια υπηρετώντας τους άλλους…

για όσους βρίσκονται στο κρεβάτι του πόνου και για όσους στέκονται κοντά τους…
για όσους πεινούν και πλαγιάζουν νηστικοί…
για όσους κρυώνουν…
για όσους νιώθουν μοναξιά…
για όσους φιλοξενούνται έρημοι σε ένα παγερό παγκάκι…
για όσους εγκληματούν…
για όσους βασανίζονται από τύψεις…
για όσους ορφάνεψαν…
για όσους πεθαίνουν αμετανόητοι ή άπιστοι…
για όσους παλεύουν να μείνουν πιστοί στον Νόμο τον δικό Σου…
για όσους προσεύχονται για τη σωτηρία του κόσμου…

Κύριε του ελέους,
για όλους αυτούς που για τόσο διαφορετικούς λόγους απόψε ξαγρυπνούν,
ψελλίζω ταπεινά ένα «Μνήσθητι, Κύριε».
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησέ μας…