Το γράμμα

«Μακαριώτατε και φιλογενέστατε Δέσποτα,

Ο φιλογενέστατος κύριος Δημήτριος Ίπατρος με εβεβαίωσε περί της γενναίας συνεισφοράς, την οποίαν η υμετέρα Μακαριότης υπεσχέθη προς αυτόν διά το Σχολείον της Πελοποννήσου. Όθεν, ως γενικός έφορος του Σχολείου τούτου, κρίνω χρέος μου απαραίτητον να ευχαριστήσω την Υμετέραν Μακαριότητα και να την ειδοποιήσω ότι η έναρξις του Σχολείου εγγίζει…

Ας ταχύνη λοιπόν η υμετέρα Μακαριότης να εμβάση τόσον της υμετέρας Μακαριότητας τας συνεισφοράς, όσον και των λοιπών αυτού ομογενών…

…μένω με βαθύ σέβας της υμετέρας Μακαριότητος τέκνον ευπειθές

Αλέξανδρος Υψηλάντης».

 

Το κρυπτογραφημένο γράμμα υπογράφει και αποστέλλει ο Αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας (από 12.4.1820) Αλέξανδρος Υψηλάντης. Με το «υπό έναρξη Σχολείο της Πελοποννήσου» υπονοείται η υπό έναρξη Επανάσταση του 1821. Το απευθύνει στον ήδη μυημένο Φιλικό Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό, Ιεράρχη με μεγάλη αντίληψη, δυναμική προσωπικότητα και μεγάλη μόρφωση.

Ο Κυπριανός γεννήθηκε στον Στρόβολο το 1756. Δεκαπεντάχρονος μπαίνει στην Ιερά Μονή Μαχαιρά, παίρνει στοιχειώδη μόρφωση και χειροτονείται διάκονος το 1783. Το 1784 αποστέλλεται στη Μολδοβλαχία για εξασφάλιση οικονομικής βοήθειας προς τη Μονή του. Εκεί εκτιμάται ιδιαίτερα, χειροτονείται ιερέας και διορίζεται εφημέριος του Ηγεμονικού Ναού. Συγχρόνως σπουδάζει Θεολογία και Φιλολογία στην Ακαδημία Ιασίου με την υποστήριξη του ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου. Στα 1802 επιστρέφει στην Κύπρο, κερδίζει την παραδοχή των προεστών της Λευκωσίας και διορίζεται Οικονόμος της Αρχιεπισκοπής. Από αυτή τη θέση παρεμβαίνει το 1804 στην καταστολή της επανάστασης των Τούρκων της Κύπρου, οι οποίοι προβαίνουν σε σφαγές των Ελλήνων και αναδεικνύεται κατά τον Άγγλο περιηγητή με το ψευδώνυμο Al Bei «ο σωτήριος Άγγελος του έθνους».

Το 1810 αναλαμβάνει Αρχιεπίσκοπος Κύπρου και χρηματοδοτεί την ίδρυση της «Ελληνικής Σχολής Κύπρου», το σημερινό Παγκύπριο Γυμνάσιο της Λευκωσίας. Το 1820 δώρησε 6.000 γρόσια για την ανέγερση Σχολής στη Λεμεσό και βέβαια στον Στρόβολο.

Η Φιλική Εταιρεία έστειλε απεσταλμένους στην Κύπρο, που μύησαν τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και άλλους, έχοντας επίγνωση ότι η θέση της Κύπρου δεν επέτρεπε την άμεση ανάμειξή της στην Επανάσταση. Όταν όμως ανέλαβε την διακυβέρνηση του νησιού ο Κιουτσούκ Μεχμέτ και ξέσπασε η Επανάσταση του 1821 στην Ελλάδα, η οθωμανική θηριωδία βρήκε την ευκαιρία να ταπεινώσει και να λαφυραγωγήσει τους ανεπτυγμένους ραγιάδες και μάζεψαν όλους τους άρχοντες του νησιού και ανήγγειλαν τη θανατική καταδίκη τους, παρά την εκτέλεση του διατάγματος του Σουλτάνου περί αφοπλισμού των Ελλήνων, το οποίο αποδέχτηκε ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και έστειλε εγκύκλιο για την άμεση εφαρμογή του. Αλλά η απόφαση αφανισμού των Ελλήνων είχε παρθεί.

 

Ο πίνακας

Πρωτοπόρος στην οδό του μαρτυρίου ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, όπως απεικονίστηκε πολλά χρόνια αργότερα από τον Κύπριο καλλιτέχνη Γεώργιο Μαυρογένη (1928-2019). Ο πίνακας βρίσκεται σήμερα στη Συλλογή της Αρχιεπισκοπής Κύπρου. Απεικονίζει τα γεγονότα της 9ης Ιουλίου του 1821, ημέρα Σάββατο. Τότε απαγχονίστηκε πρώτος ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός στην πλατεία του Διοικητηρίου και ακολούθησε ο αποκεφαλισμός των Μητροπολιτών Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας. Πέντε ημέρες κράτησε η μεγάλη σφαγή εκατοντάδων προκρίτων του νησιού έως τις 14 Ιουλίου 1821.

Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός γνώριζε τον θάνατο που τον περίμενε. Ο Άγγλος περιηγητής J. Carne, που τον είδε λίγες μέρες πριν και τον θαυμάζει για τη μόρφωση, την ευσέβεια και το ακλόνητο ηθικό του σθένος, καταγράφει ότι ο Αρχιεπίσκοπος τού είπε: «Ο θάνατός μου δεν είναι μακριά. Ξέρω πως μόνο ευκαιρία περιμένουν για να με θανατώσουν». Στην πρόταση να φύγει από το νησί αρνείται, λέγοντας ότι θα παραμείνει, για να προσφέρει κάθε δυνατή προστασία στον λαό του και να χαθεί μαζί του.

 

Το ποίημα

Τα τραγικά γεγονότα της 9ης Ιουλίου 1821 στην Κύπρο αποθανάτισε υπέροχα ο Κύπριος εθνικός ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917). Το κορύφωμα του έργου, γραμμένο στην κυπριακή διάλεκτο, αποτελεί ο διάλογος που βάζει ο ποιητής μεταξύ του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και του Τούρκου δυνάστη Μουσελίμ Αγά:

 

«Μουσελίμ Αγάς: Πίσκοπε, γιώ (εγώ) την γνώμην μου ποτέ δεν την αλλάσσω,

τζι’ όσα (και όσα) τζι’ αν πεις μεν θαρρευτείς πως έν’ να σου πιστέψω.

Έχω στο νου μου, πίσκοπε, να σφάξω, να κρεμάσω,

τζι’ αν ημπορώ ’που τους Ρωμιούς την Τζιύπρον να παστρέψω (καθαρίσω)…

να σφάξω τους Ρωμιούς, ψυχήν να μην αφήσω…

 

Κυπριανός: Η Ρωμιοσύνη εν (είναι) φυλή συνότζιαιρη (σύγχρονη) του κόσμου

κανένας δεν ευρέθηκε για να την ιξηλείψη (εξαλείψει)∙

κανένας, γιατί σσιέπει (σκεπάζει) την που τάψη (από τα ύψη) ο Θεός μου.

Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή όντας ο κόσμος λείψη…

Η Ρωμιοσύνη θα χαθεί, όταν όλος ο κόσμος λείψει».

 

Αυτή τη βαθιά πίστη άφησε κληρονομιά ο Εθνοϊερομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός στο ποίμνιό του και σε ὁλόκληρο τον Ελληνισμό.

Μια αλήθεια βέβαιη, που συναρπάζει, στηρίζει και εμπνέει κάθε ελληνική καρδιά.

 

Γ.

 

Περιοδικό «Πρός τή ΝΙΚΗ», Ιούλιος 2021