Επέστρεφα πρωινές ώρες στο σπίτι μου έχοντας ήδη μία γεύση απογοήτευσης για τη βραδινή μου διασκέδαση και ένα έντονο αίσθημα κενού, ίσως και ενοχής. Ήμουν έξω… «έξω» από κάθε άποψη… Έξω από το σπίτι μου, πολλές ώρες. και κυρίως έξω από τον εαυτό μου, από αυτό που είχα μάθει να ζω κοντά στην οικογένειά μου, στο κατηχητικό, στον πνευματικό μου.
Περνούσα από το παρκάκι κοντά στο σπίτι μου στο Ψυχικό. Στ’ αριστερά μου, η μεγάλη ψηφιδωτή εικόνα της αγίας Φιλοθέης. Οι γονείς μου, αφού έδωσαν πρώτα τα ονόματα των γιαγιάδων μας στις δύο αδελφές μου, σε μένα έδωσαν το όνομα της Κυράς των Αθηνών και του Ψυχικού, όπου μένουμε. Κι έτσι, η μάνα μου πολλές φορές, σαν ήμουν μικρή, μου διηγήθηκε τη ζωή της Αγίας με λεπτομέρειες.
Σήκωσα το χέρι μου ασυναίσθητα να κάνω το σταυρό μου, αλλά το μετάνιωσα και το κατέβασα. «Τι κάνεις;», είπα στον εαυτό μου, «Ξαφνικά ευσεβής;». Έσκυψα από ντροπή. Έπειτα, από περιέργεια κάπως, από φόβο… σήκωσα λίγο το κεφάλι μου, σαν να ήθελα να δω αν με κοιτά… Έτσι ολόσωμη που είναι αυτή η εικόνα και μεγάλη, είναι πραγματικά σαν να την έχεις μπροστά σου την Αγία ολοζώντανη.
Με κοίταζε… το είδα… Τόλμησα να της ψιθυρίσω: «Τι με κοιτάς, Αγία μου;» και αμέσως μετά, με ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη «Βλέπεις;», της είπα, «ίδιες ώρες είμαστε ξυπνητές…». Και συνέχισα να της μιλάω…
«Εσύ τέτοιες ώρες προσευχόσουν. Προσευχόσουν για σένα και για όλες τις ψυχές που έδωσε ο Θεός να έχεις στα χέρια σου. Εγώ… μία ψυχή όλη κι όλη έχω να φροντίσω και δές… δές τα χάλια μου… Σαν κι εσένα τέτοια ώρα, πόσες άλλες ψυχές ξαγρυπνούν στην προσευχή… Ξαγρύπνησα κι εγώ απόψε…Πού όμως; Πώς; Μεγάλωσα, βλέπεις… Πόσο πιά να αντέξω τα πειράγματα των συμμαθητριών μου για την ώρα που απαιτούσαν οι γονείς μου να είμαι πίσω στο σπίτι. Έκανα κι εγώ την επανάστασή μου! Απαίτησα ανεξαρτησία! Αυτή τη φορά να γυρίσω στο σπίτι όποια ώρα θέλω! Και να ’μαι λοιπόν, η δεσποινίς Ανεξάρτητη… που βγήκα έξω έχοντας αγοράσει ένα πανάκριβο φόρεμα, με χρήματα των γονέων μου φυσικά… που πήρα δώρο γενεθλίων για τη φίλη μου το καλύτερο που μπορούσα να βρω, και πάλι με χρήματα των δικών μου…και που ζήτησα χαρτζιλίκι για να κάνω την αποψινή έξοδο… Που πήγα εκεί και αναγκάστηκα να κάνω ό,τι κάνουν όλοι… Που ήπια ό,τι δεν είχα ξαναπιεί, για να μην πουν…που… Φοβερή ανεξαρτησία λοιπόν! Βλέπεις είμαι πια 17 …τελειόφοιτη!»
Ήδη είχαν αρχίσει να βουρκώνουν τα μάτια μου. Έτσι όπως βρισκόμουν μπροστά στην Αγία μου, ένιωσα ότι, αν μου μιλούσε, θα μου έλεγε… «Ώστε έγινες 17, ε; Μεγάλωσες όντως… κι εγώ στα 17 έκανα τον γάμο μου, άνοιξα το σπιτικό μου, ήμουν έτοιμη να κρατήσω το νοικοκυριό κι ας ήμουν αρχοντοπούλα». Τα θυμάμαι που μου τα έλεγε η μάνα μου κι εγώ τότε θαύμαζα… Όμως για μένα… ούτε λόγος! Το μέλλον μου δεν με έχει ακόμα απασχολήσει. Από τώρα θα σκέφτομαι τέτοια σοβαρά πράγματα; Έχουμε ακόμα χρόοονια μπροστά μας!
Έμεινα λίγο ακόμα εκεί, δεν ξέρω πόση ώρα… Το μυαλό μου, μία έτρεχε στη βραδινή μου έξοδο και στη δική μου ζωή –έτσι όπως είχε αλλάξει τον τελευταίο καιρό– και μία στην Αγία μου, στη δική της ζωή… Τι αντίθεση…
Έκανα να φύγω… Λίγα βήματα πιο πέρα ήταν το πηγάδι που η ίδια έχτισε. Γι’ αυτό εξάλλου ονομάστηκε η περιοχή «Ψυχικό». Δικά της τσιφλίκια όλα αυτά. Σαν καλή Κυρά, σκέφτηκε τον κόπο, τη δίψα, τον ιδρώτα του περαστικού κι έχτισε αυτό το πηγάδι. Και στέκει εδώ, σύμβολο, απομεινάρι μίας πράξης μεγαλοψυχίας. Θυμήθηκα…Την περασμένη εβδομάδα μου ζήτησε η Αθηνά, η αδελφή μου, για λίγο το τάμπλετ μου, γιατί χάλασε ο υπολογιστής της. Ήθελε να κάνει μια σημαντική δουλειά. «Είσαι με τα καλά σου;», της είπα. «Αδύνατον!» Κράτησα το τάμπλετ και πέρασα μαζί του αρκετές ώρες το βράδυ ψάχνοντας στο διαδίκτυο το σημερινό φόρεμα, με το οποίο κατάφερα ομολογουμένως να κάνω μεγάλη εντύπωση…
Μεγάλη εντύπωση…! Που θα κρατήσει… ένα βράδυ!
Δεν πρόλαβα να προχωρήσω πολύ και ήχησε η καμπάνα. Είχε περάσει το Σαββατόβραδο… ξημέρωσε Κυριακή… Γύρισα ασυναίσθητα προς τον ήχο που ακουγόταν πίσω από την εικόνα της Αγίας. Το βλέμμα μου πάλι συναντήθηκε με το δικό της. Δεν άντεξα άλλο… Ξέσπασα σε δάκρυα… «Τη δική σου φήμη», της είπα…«τη δική σου δόξα ποιος την έχει, Αγία μου; Ποιου το όνομα μένει ακόμα γνωστό πέντε αιώνες μετά; Ποιου το όνομα δίνουν οι γονείς ακόμα στα παιδιά τους; Μη με αφήσεις… Στα κτήματά σου μένω κι εγώ… Φρόντισέ με, σαν τα κορίτσια που βρήκαν σε σένα καταφύγιο. Θα πάω στο σπίτι να βγάλω το ακριβό φόρεμα και έρχομαι να σε βρω… Δωσ’ μου τη δύναμη να συναντήσω τον πνευματικό μου και πάλι…να αλλάξω… Κράτα με απ’ το χέρι…».
Αγία μου…
Φιλοθέη