Ο Δεσπότης Πενταπόλεως Νεκτάριος, ο μετέπειτα ηγούμενος στο Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος στην Αίγινα, ήταν Άγιος. Αμέτρητα θαύματα γίνονταν από τότε που ζούσε. Τα μάθαιναν οι Αιγινήτες και σταυροκοπιούνταν. Μόνο που τον έβλεπε κανείς, αισθανόταν πως ήταν θαυματουργός. Μα κι όταν ήταν ακόμα παιδί κι αργότερα νεαρός, η ζωή του ήταν τόσο ευάρεστη στον Θεό, που αξιωνόταν να ζει θαύματα, που ωφελούσαν και όλους τους γύρω του.

Το ξύλινο σταυρουδάκι

Νεαρός ακόμα έκανε ένα ταξίδι κατά στους Αγίους Τόπους. Καθώς ταξίδευε με το πλοίο, έσκυψε πάνω από την κουπαστή. Με μία απότομη κίνηση κόπηκε η αλυσίδα που είχε περασμένο τον σταυρό του και ο σταυρός έπεσε στη θάλασσα.

Ο Αναστάσιος λυπήθηκε πολύ. Ο σταυρός του ήταν πολύτιμος γι’ αυτόν∙ φυλαχτό της γιαγιάς του, όταν έφυγε από τη Σηλυβρία για την Κωνσταντινούπολη. Τι θα έκανε; Παρακαλούσε να ξαναβρεί το σταυρουδάκι του.

Καθώς προσευχόταν, άρχισαν να ακούγονται παράξενοι χτύποι στα ύφαλα του πλοίου. Το πλήρωμα ανησύχησε μήπως υπάρχει βλάβη και έψαξε να βρει από πού προέρχονταν. Δεν βρέθηκε τίποτε. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους, οι χτύποι ξανάρχισαν. Οι ναύτες με περιέργεια μπήκαν σε μία βάρκα και άρχισαν να εξετάζουν το πλοίο από την εξωτερική πλευρά. Και τι να δουν! Στα ύφαλα του πλοίου ήταν κολλημένο ένα ξύλινο σταυρουδάκι! Από εκεί προέρχονταν οι ανεξήγητοι χτύποι. Ο ξύλινος σταυρός ήταν το φυλαχτό του νεαρού Αναστάσιου!

Τα σκυλόψαρα έφυγαν!

Όταν ο Γέροντας ησύχαζε στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδος στην Αίγινα, είχε πια τη φήμη του Αγίου, του προστάτη των φτωχών και των βασανισμένων. Ένα απόγευμα έφτασε στην πόρτα του μοναστηριού απελπισμένος ένας ψαράς. Η οικογένειά του είχε να δει πιάτο γεμάτο ένα μήνα, γιατί όπου κι αν έριχνε τα δίχτυα, έπεφτε πάνω σε κοπάδια σκυλόψαρα. Έκλαιγε τη μοίρα του. Έπεσε στα πόδια του Δεσπότη για βοήθεια. Εκεῖνος, χωρίς να πει ούτε λέξη, έσκυψε πάνω από τον πονεμένο φτωχοψαρά και τον σταύρωσε. Έπειτα ευλόγησε τα αγκίστρια που είχε μαζί του και τον αποχαιρέτησε δίνοντας την ευχή του.

Αυτό ήταν! Ο ψαράς δεν άδειαζε να βγάζει ψαριά εκλεκτή! Χόρτασαν τα παιδιά και όλη η οικογένειά του. Δόξαζε τον Θεό. Έτρεξε να ευχαριστήσει τον Ηγούμενο, μα εκείνος έκανε πώς δεν ήξερε κάτι.

Το πλοίο δεν θα βυθιστεί!

Στα μέσα του 20ού αι., τον καιρό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ένα εμπορικό πλοίο κινδυνεύει να βυθιστεί στα ανοιχτά της Μεσογείου. Επικρατεί μεγάλη τρικυμία. Ο πλοίαρχος, αντιλαμβανόμενος τη σοβαρότητα της κατάστασης, δίνει διαταγή στο πλήρωμά του να εγκαταλείψει το σκάφος. Οι ναύτες αρχίζουν να ρίχνουν τις λέμβους στη θάλασσα. Όλοι ήταν βέβαιοι ότι το σκάφος θα βυθιστεί κι αυτοί θα χαθούν στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Εκεί κάπου στο εσωτερικό του καραβιού, ο πλοίαρχος συνάντησε έναν ασπρομάλλη ιερέα. Ποιος να ήταν; Λαθρεπιβάτης, σκέφτηκε, αφού στο σκάφος δεν είχαν κάποιον κληρικό.

–Ποιος είσαι; Τι γυρεύεις εδώ; τον ρώτησε απορημένος.

–Είμαι από την Αίγινα και πολλοί από το πλήρωμά σας με γνωρίζουν. Μη φοβάσαι, το πλοίο σας δεν θα βυθιστεί και κανείς δεν θα πάθει κακό, απάντησε με ἠρεμία.

–Και πώς γνωρίζεις ότι το σκάφος μας θα σωθεί;

–Ρίξε στη θάλασσα το καντήλι πού καίει μπροστά στο εικόνισμα του αγίου Νικολάου, και δώσε εντολή να μείνουν οι ναύτες πάνω στο πλοίο.

Ο πλοίαρχος ακολούθησε πιστά τις εντολές του γέροντα ιερέα, χωρίς να το πολυσκεφτεί. Η θαλασσοταραχή σταμάτησε μεμιάς. Σώθηκαν από βέβαιο χαμό.

Γεμάτοι θαυμασμό και ευγνωμοσύνη έσπευσαν να βρουν τον ιερέα που έδωσε τις εντολές, μα είχε γίνει άφαντος! Ρωτώντας τους ναύτες του καραβιού από την Αίγινα ποιον Άγιο έχουν στο νησί, κατάλαβαν όλοι ότι ο άγιος Νεκτάριος ήταν αυτός που τους έσωσε.

……………………………..

Πόσα θαύματα δεν γίνονται και τώρα και δεν θα γίνονται μέχρι το τέλος των αιώνων με τις πρεσβείες του!

Σε δύσκολες ώρες που έρχονται και στη δική μας ζωή, ας τον φέρνουμε στο νου μας έτσι όπως καθόταν στο μοναστήρι του. Με το ρασάκι του, το καλημαύχι, με τον σταυρό στο στήθος και με το κομποσχοίνι στα χέρια του. Τα μάτια του γεμάτα παρηγοριά κι ελπίδα για τον καθένα μας. Κι όταν έτσι τον νιώθουμε κοντά μας, τότε θα τον ακούμε να μας λέει:

–Μη φοβάσαι! Ο Πολυεύσπλαχνος Κύριος και η Υπεραγία Θεοτόκος δεν σε ξεχνούν.

Μην απελπίζεσαι!

Μόνον πίστευε! Η πίστη είναι το παν, παιδί μου!… Άντε, να ᾿χεις την ευχή μου…

 ε.π.