Είναι γνωστοί στους Χριστιανούς οι μακροχρόνιοι και σκληροί σε ένταση αγώνες της Εκκλησίας και των πιστών παιδιών της στην περίοδο της εικονομαχίας (726 – 843). Μυριάδες πιστών, κληρικών, μοναχών και λαϊκών, αγωνίσθηκαν με την θαρραλέα ομολογία της Ορθοδόξου πίστεώς τους, πολλοί απ’ αυτούς και με το μαρτύριο. Ποταμοί αιμάτων χύθηκαν για να στερεωθεί η Ορθοδοξία και να δικαιωθούν οι αγώνες της με τη χάρη του Κυρίου, του  Δομήτορος της Εκκλησίας. Ένας από τους ενθουσιώδεις αγωνιστές και Μάρτυρες του αγώνα αυτού είναι και ο οσιομάρτυς Ανδρέας, ο γνωστός ως «ο εν Κρίσει».

Ο Ανδρέας καταγόταν από την Κρήτη και ήταν ένας ενάρετος ασκητής μοναχός και συγχρόνως ιεραπόστολος. Σημειώνει ο βιογράφος του: Ήταν πολύ θερμός εραστής της αρετής και έμεινε ξένος και ελεύθερος από την υποδούλωση στην ηδονή. Απόλαυσε νίκες και τρόπαια κατά των νοητών εχθρών της ψυχής και έγινε σ’ όλους υπόδειγμα πορείας προς την σωτηρία. Φωνή Ορθοδοξίας και ευσεβούς ζωής ήταν στο περιβάλλον του, γι’ αυτό και ήταν ωφέλιμος, διδακτικός και συγχρόνως αγαπητός.

Όταν όμως πληροφορήθηκε την αντορθόδοξη συμπεριφορά και τον μανιακό τρόπο διωγμού των Ορθοδόξων από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Ε΄ τον Κοπρώνυμο, αισθάνθηκε την ανάγκη και το καθήκον να σπεύσει στη Βασιλεύουσα, να συναγωνισθεί με τους πιστούς και να ελέγξει τον αυτοκράτορα. «Γήν πατρώαν καί τό θρεψάμενον έδαφος εκλιπών, στό Βυζάντιον ευθύς ήκει… μαρτυρικών φίλτρων ηδόμενος».

Εδώ στην Κωνσταντινούπολη, από κοντά πλέον, αντιλήφθηκε «ιδίοις όμμασι» την έκταση και την ένταση του διωγμού και τα δεινοπαθήματα των πιστών, αλλά και τον ενθουσιασμό τους. Πήρε τότε την απόφαση να ελέγξει και ο ίδιος προσωπικά τον δόλιο αυτοκράτορα. Και όταν τον βρήκε στα εξοχικά του ανάκτορα, πέρα από τον άγιο Μάμαντα, τόλμησε και τον πλησίασε. Δεν του είπε πολλά. Μία φράση όμως του απηύθυνε ως ερώτηση, για να καθορίσει εκείνος μόνος του εάν με την αντορθόδοξη και εγκληματική συμπεριφορά του εναντίον των πιστών, είναι δυνατόν να θεωρείται Χριστιανός: «Άρα Χριστιανός εί, βασιλεύ, τοιαύτα κατά τής εικόνος τού Χριστού καί τών αυτού δούλων τεχνάζων κακά»;

Δεν απάντησε ο αυτοκράτωρ, αλλά ούτε και δέχθηκε να σκεφθεί ποια απάντηση έπρεπε να δώσει, έστω καί μόνο στον εαυτό του, στην κρίσιμη εκείνη ερώτηση του μονάχου. Είναι δύσκολο να δεχθεί ο άνθρωπος, και μάλιστα όταν αυτός είναι αξιωματούχος, κάποιον έλεγχο από οποιονδήποτε. Αντί για απάντηση, έδωσε αμέσως εντολή να βασανίσουν τον αυθάδη μοναχό. Τότε οι ακόλουθοι του αυτοκράτορος «φονιώδεις καί συνεργοί τών κακών» έπεσαν σαν λιοντάρια ανήμερα πάνω στον οσιομάρτυρα. Τότε άρχισε μια στιχομυθία μεταξύ του Βασιλέως και του Μάρτυρος.

Βασιλεύς: Έτσι διδάχθηκες να προσβάλεις και να βρίζεις τον βασιλέα;

Μάρτυς: Κανείς δεν αμαρτάνει, όταν ελέγχει τον βασιλέα που παρανομεί.

Βασιλεύς: Εμείς τιμωρούμε εκείνους, οι οποίοι, ενώ προσέρχονται στον Θεό, λατρεύουν τις εικόνες.

Μάρτυς: Αγνοείς, βασιλιά, τί σημαίνει το να μη προσκυνά κανείς σχετικώς και τι να προσκυνά λατρευτικώς τον Θεό.

Αυτές τις σοβαρές, περιεκτικές, και συνετές απαντήσεις έδωσε. Ο αυτοκράτωρ όμως δεν πείσθηκε. Παρέδωσε τότε τον Οσιομάρτυρα στον όχλο των εικονομάχων να τον βασανίσουν. Τότε έπεσε εναντίον του το μανιασμένο πλήθος με ραπίσματα και ραβδισμούς και λακτίσματα και τον έριξαν στη γόη ζαλισμένο. Έπειτα τον έσυραν δεμένο στους δρόμους της Βασιλεύουσας. «Τή γή προσηλωμένον εν ταίς πλατείαις πάσαις καί λεωφόροις». Κατά προτίμηση από δρόμους με αιχμηρές πέτρες. Το σώμα του έγινε μια απέραντη πληγή. Μέχρι που έφθασαν στην ιχθυαγορά. Εκεί ένας φανατικός και άξεστος εικονομάχος ιχθυοπώλης, αφού τον έβρισε με χυδαιότητα και βλασφήμησε ό,τι ο Οσιομάρτυς πίστευε και κήρυττε, με τσεκούρι του έκοψε το δεξί του πόδι. Από την εξάντληση και την αιμορραγία ο Άγιος σε λίγο παρέδωσε το πνεύμα του σ’ Εκείνον, για το όνομα και την πίστη του οποίου έδωσε την ομολογία του και υπέστη καρτερικά το μαρτύριο.

Το ιερό λείψανο του Οσιομάρτυρος, μετά το μαρτύριο, οι εικονομάχοι το πέταξαν «εν ενί τόπω κοπρωδεστάτω». Όμως οι πιστοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί μέσα στη νύχτα το περιμάζεψαν, το κήδευσαν κανονικά και το ενταφίασαν σε κάποιο τόπο που ονομαζόταν «Κρίσις», από όπου και ο Μάρτυρας πήρε το προσωνύμιό του: Ανδρέας «ο εν Κρίσει». Αργότερα στον τόπο εκείνο ανεγέρθηκε γυναικεία ιερά Μονή.

Ας μας διδάξει ο ενθουσιασμός και οι θαρραλέοι αγώνες των πατέρων μας, οι οποίοι ήταν ασυμβίβαστοι σε οποιαδήποτε υποχώρηση στα θέματα της πίστεως, και οι οποίοι μας την παρέδωσαν ανόθευτη και Ορθόδοξη, για να την φυλάξουμε και εμείς καθηκόντως, τόσο για τη δική μας σωτηρία, όσο και για τους μεταγενέστερους πιστούς.

Εορτάζει στις 17 Οκτωβρίου εκάστου έτους.

 

πηγή: Από το βιβλίο «Άνθοι τού Παραδείσου» του Αρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη