Πλησίαζε η Ανάσταση.
Οι σκέψεις βασάνιζαν τον Σταύρο μέρες τώρα… Ήθελε να φτιάξει την πιο εντυπωσιακή κροτίδα για το λαμπρό βράδυ της Ανάστασης. Να τη ρίξει και να μιλάνε όλοι για την εκτίναξή της, για τον θόρυβο που θα προκαλούσε, για τη διάρκεια που θα είχε η μεγάλη της φλόγα… Να μιλάνε για τη δική του κροτίδα και όχι… του Νίκου.
Γιατί κάθε φορά που άκουγε το όνομα Νίκος, αναστατωνόταν. Και μόνο στη σκέψη ότι όλα τα αγόρια του χωριού τον θαύμαζαν, κάτι πάθαινε. Ήταν καλό παιδί και έξυπνο ο Νίκος. Κι ήθελε, πόσο ήθελε ο Σταύρος να τον ξεπεράσει! Με όποιον τρόπο! Έστω και με… τις κροτίδες!
Άρχισε να πειραματίζεται λοιπόν πολλές μέρες πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα. Δοκίμαζε διάφορους τρόπους. Το αποτέλεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό. Σε κάθε αποτυχία θύμωνε πολύ. Όμως, δεν τα παρατούσε. Συνέχιζε με πείσμα.
Κάποια μέρα ο νους του φωτίστηκε. Το βρήκε! Θα προσθέσει ένα υλικό που δεν ήταν καθόλου ακίνδυνο, αλλά το αποτέλεσμα θα ήταν εντυπωσιακό. Στην αρχή δίστασε, μετά άρχισε να γλυκαίνεται. Τελικά το αποφάσισε.
Σκυμμένος πάνω σ’ ένα χαρτόκουτο στην αυλή του σπιτιού του ώρες ολόκληρες, πετάχτηκε από χαρά όταν τελείωσε. Επιτέλους έτοιμο! Ήρθε η ώρα για τη δοκιμή. Πήρε τον αναπτήρα, το χέρι του έτρεμε. Να ήταν από κούραση; Από φόβο; Πάντως, προχώρησε. Κι όπως το περίμενε, η φλόγα πετάχτηκε ψηλά κι ο κρότος ήταν εκκωφαντικός. Έκανε μερικά βήματα πίσω. Η φλόγα έφθασε στο τέλος της –έτσι τουλάχιστον νόμισε– και ο Σταύρος πλησίασε να μαζέψει τα σύνεργα της επιτυχίας… ώσπου, ώσπου κάτι πετάχτηκε και τον βρήκε στο πρόσωπο!
Ούρλιαξε από τον πόνο. Ούτε στο στόχο να έμπαινε! Αισθάνεται ένα κάψιμο στο μάτι κι οι δυνάμεις του έχουν παραλύσει.
Η μάνα του έντρομη βγήκε στην αυλή. Μόνο που δεν λιποθύμησε, σαν τον είδε. Συνήλθε όμως γρήγορα και ψύχραιμα μαζί με τον πατέρα τον μετέφεραν στο νοσοκομείο.
Η κατάσταση ήταν σοβαρή και απαιτούσε χειρουργείο άμεσα. Μετά από αρκετές ώρες, πλησίασε ο γιατρός τους γονείς στην αναμονή του νοσοκομείου.
–Να δοξάζετε τον Θεό που δεν έχασε ο Σταύρος το μάτι του. Λαμπάδα ίσα με το μπόι του να ανάψετε στην εκκλησία.
–Ευχαριστούμε, γιατρέ, είπαν και οι δυο ανακουφισμένοι.
Σέ λίγο βρίσκονταν στο θάλαμο πλάι στο παιδί τους. Δεν πέρασε πολλή ώρα και ο Σταύρος άνοιξε τα μάτια. Η πρώτη του λέξη ήταν «συγγνώμη».
Δάκρυσε η μητέρα.
–Παιδί μου, κινδύνεψες. Πώς το έκανες αυτό; Ο Θεός σε έσωσε… Ειδοποιήσαμε και τον πατέρα Ιωάννη για προσευχή. Και είπε ότι θέλει να έρθει να σε δει.
Την επόμενη μέρα ο π. Ιωάννης ήταν εκεί.
–Καλησπέρα σας, χαιρέτησε με τη βαθιά φωνή του. Και κοιτάζοντας τον Σταύρο:
–Δόξα τῷ Θεῷ, είμαστε καλά! Ο Θεός σε φύλαξε, παιδί μου.
Και χαμογελώντας:
Φαντάζομαι να έχεις το κουράγιο να λάβεις μέρος στον αγώνα ποδοσφαίρου που θα γίνει την Τρίτη του Πάσχα με το πέρα χωριό! Είσαι και από τους βασικούς παίκτες!
–Εννοείται, πάτερ. Τέτοιες ευκαιρίες δεν χάνονται! απάντησε με χαρά ο Σταύρος, που αμέσως βρήκε τη διάθεσή του.
Κι ο πολύπειρος πνευματικός συνέχισε:
–Παιδί μου, χαθήκαμε. Να ’ξερες πόσες φορές αναπολώ εκείνα τα χρόνια που ερχόσουνα στο ιερό…
Αυτά είπε μόνο. Και στήλωσε το βλέμμα του με αγάπη στα μάτια του παιδιού.
Δεν άντεξε ο Σταύρος… Ένα ελαφρό ρόδινο χρώμα απλώθηκε στο εφηβικό του πρόσωπο. Κατέβασε το βλέμμα. Είχε καταλάβει.
–Πάτερ, αν ξέρατε! ψιθύρισε.
Έσκυψε το κεφάλι. Πάλευε μέσα του. Από την άλλη ο π. Ιωάννης δεόταν μυστικά στον Κύριο να ανακουφίσει την εφηβική ψυχή.
Τη σιωπή την έκοψε ο έφηβος.
–Μήπως μπορώ να εξομολογηθώ; Εδώ, τώρα που ήρθατε. Γίνεται; είπε παρακλητικά.
–Πώς δεν γίνεται, παιδί μου, είπε με αγάπη ο πνευματικός.
Η μητέρα του Σταύρου αποσύρθηκε διακριτικά…
Κι ο Σταύρος δύσκολα στην αρχή, πιο άνετα στη συνέχεια, άνοιξε την καρδιά του και εκμυστηρεύτηκε ό,τι τον βασάνιζε.
Τα λόγια του πνευματικού και η συγχωρητική ευχή έριξαν βάλσαμο στην καρδιά του και έχυσαν ένα φως αλλιώτικο, ελπιδοφόρο.
∗∗∗∗∗∗
Βράδυ, μοναχός στο δωμάτιο του νοσοκομείου ο Σταύρος είναι αλλοιωμένος. Κοιτάζει τον Εσταυρωμένο με συγκλονισμό ψυχής.
–Χριστέ μου, Σε ευχαριστώ, ψελλίζει. Σε ευχαριστώ, που δεν έχασα το φως μου. Αλλά Σε ευχαριστώ πιο πολύ, γιατί μου χάρισες το φως της ψυχής μου! Σου το υπόσχομαι, θα προσπαθήσω να πολεμήσω τον εγωισμό μαζί και τη ζήλεια. Σε παρακαλώ, Κύριε, πόσο θα ήθελα και θα το πράξω για Χάρη Σου τη νύχτα της Αναστάσεως, να διακονήσω και πάλι στο ιερό βήμα… σαν τότε παλιά, με την ίδια ευλάβεια μέσα μου και ευγνωμοσύνη για Σένα… Και μετά να κοινωνήσω και να ζω για πάντα μαζί Σου νικητής αναστημένος!
Φοίβη