Πρώτοι μήνες της τελευταίας χρονιάς σου στο σχολείο. Ξεκίνησες με στοχευμένη πια την προσπάθεια για τη σχολή της πρώτης η δεύτερης επιλογής σου, γεμάτος αισιοδοξία. Διάβασες συστηματικά το καλοκαίρι, πέρασες υπέροχα στη χριστιανική κατασκήνωση και κυρίως πιστεύεις βαθιά αυτό που τόσες φορές τραγουδάς: «Όλα τα μπορούμε… ο Χριστός μας δίνει δύναμη»…

Ήσουν αρκετά ήρεμος, μέχρι που άκουσες τη «συμβουλή» κάποιων καθηγητών σου: «Παιδιά, φέτος είστε πια στην τελική ευθεία, δεν υπάρχει χρόνος για σπατάλη. Διαχειριστείτε σωστά το Σαββατοκύριακό σας: ύπνος χορταστικός και ξύπνημα πρωινό για πολύ αποδοτικό διάβασμα… και το Σάββατο και την Κυριακή».

Ο λόγος τους τεκμηριωμένος και πειστικός, σε προβληματίζει κι όσο τον σκέπτεσαι, σε αγχώνει. Εσύ αλλιώς ξεκινάς την Κυριακή σου: Θεία Λειτουργία, κατηχητική Ομάδα. Μια βαθιά ανάσα δηλαδή, για να συνεχίσεις τον ανήφορο της εβδομάδας. Μήπως όμως πρέπει για λίγους μήνες εφέτος να μην…

Πριν αποφασίσεις, διάβασε στις παρακάτω γραμμές μια αλλιώτικη συμβουλή από τον φωτισμένο δάσκαλο των σκλαβωμένων Ελλήνων, τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό: «…πρώτην ημέραν την Κυριακήν έκαμεν ο Θεός και την εκράτησε δια λόγου Του∙και τας άλλας εξ τας εχάρισεν εις ημάς να εργαζώμεθα δια… τα γήινα, και την Κυριακήν να σχολάζωμεν, να πηγαίνωμεν εις τους ιερούς Ναούς μας να δοξάζωμεν τον Θεόν μας… να στοχαζώμεθα τον Παράδεισον, την ψυχήν μας οπού είναι τιμιωτέρα από όλον τον κόσμον…»[1].

Άλλες οι προτεραιότητες για τους απαίδευτους προγόνους μας, θα αντείπει κάποιος που μάλλον ξεχνά ότι ο «ακάματος διδάχος» διέτρεχε όλη σχεδόν την Ελλάδα προτρέποντας τους χριστιανούς να στερεώσουν σχολειά ελληνικά για να φωτίζονται οι άνθρωποι.

Από τους μορφωμένους της εποχής του κι ο ίδιος, όπως φαίνεται όταν με απλότητα ομολογεί: «έμαθα πολλών λογιών γράμματα… και όλα κάλπικα τα ηύρα… έτσι ηύρα καθαρά, άγια κι αληθινά τα λόγια και τα προστάγματα του Χριστού…»[1].

Γνωρίζει καλά ο άγιος κοσμοκαλόγερος πως η αλήθεια της πίστης μας είναι θεμελιωμένη στον κενό Τάφο και τη βιώνει η ψυχή του Χριστιανού στη γιορτή της Ανάστασης κάθε Κυριακή. Καταλαβαίνει λοιπόν και ξεκάθαρα αποκαλύπτει το γιατί και τότε και τώρα κάποιοι θέλουν να καταργήσουμε την Κυριακή μας:

 «Ο Κύριος ανέστη την τρίτη ημέρα… χαρά εις όλον τον κόσμον… φαρμάκι εις την καρδίαν των εβραίων και μάλιστα του διαβόλου. Δια τούτο… δεν κατακαίονται άλλην ημέρα τόσον, ωσάν την Κυριακήν, όπου ακούουν τον παπά μας να λέγη «ο Αναστάς εκ νεκρών, Χριστός ο αληθινός Θεός ημών… Ημείς, αδελφοί μου, να χαιρώμεθα πάντοτε μα περισσότερο την Κυριακή…, και ούτε να εργαζώμεθα… το κέρδος της Κυριακής δεν έχει ευχή και ευλογία»[1].

Τα κηρύγματά του πείθουν τους Έλληνες να τηρούν την αργία της Κυριακής, κάνοντας τα παζάρια τους το Σάββατο. Αυτό, καθώς έθιγε τα συμφέροντα των εβραίων, συνδαύλιζε το μίσος τους εναντίον του και οδήγησε τον Άγιο Κοσμά στην αγχόνη.

Ο σπόρος του λόγου του, ποτισμένος από το μαρτυρικό αίμα του, κάρπισε στην ζωή των ορθόδοξων πιστών:

«Κλειστό την Κυριακή», έγραψε στην προμετωπίδα του καταστήματός του, ο πατέρας σου. Αψήφησε κι υπερπήδησε με τη θεία ενίσχυση, μέσα στη δίνη της οικονομικής κρίσης, τον σκληρό ανταγωνισμό των πολλών καταστημάτων της περιοχής, που άνοιγαν τις Κυριακές, για να κλείσουν πολύ σύντομα και οριστικά.

«Δεν θα γράφουμε διαγώνισμα την ώρα της Θείας Λειτουργίας», δήλωσαν στο φροντιστήριό τους –είκοσι χρόνια πριν– η μητέρα σου, καθηγήτρια φυσικός και άλλες φίλες της, όλες επιστήμονες τώρα.

Η μεγάλη σου αδελφή, που πέρυσι βρισκόταν στη θέση σου, κάποια Κυριακή μετά την Θεία Λειτουργία, αν και προετοιμασμένη για το διαγώνισμα του Φροντιστηρίου, αποφασίζει: Δεν μπορώ άλλο, «στέγνωσα», θέλω να πάω στην κατηχητική Ομάδα μου, ν  ἀκούσω κάτι για τον Χριστό… δεν πάω φροντιστήριο.

Και τώρα εσύ… μην το σκέπτεσαι άλλο. Η Κυριακή –το λέει το όνομά της– είναι «η ημέρα του Κυρίου». Χάρισε την ώρα της Θείας Λειτουργίας, της χριστιανικής Ομάδας σου στο Θεό και στην ψυχή σου· κι Εκείνος την κάθε ημέρα της εβδομάδας θα σου χαρίζει ο,τι χρειάζεσαι.

Τότε κι εσύ θα διαπιστώνεις την αλήθεια της διαδαχής του Πατροκοσμά:

 «Όποιος πιστεύει τον Χριστό και τον λέει Θεόν και κάμνει τα πράγματά Του… εκείνος είναι καλότυχος και τρισμακάριστος και καμμίαν φοράν δεν θέλει εντροπιασθή»[1].

                      Μ.