Το έργο του ιερέως είναι έργο υψηλό, πρωτοποριακό. Ο ιερεύς είναι ο ποιμένας, στον οποίο ο Αρχιποίμην Κύριος εμπιστεύεται το ποίμνιό του. Γι’ αυτό και πορεύεται μπροστά με όλη τη συναίσθηση της τιμής και της ευθύνης του, ως οδηγός και πραγματικός ποιμένας των ψυχών. Σε καιρό ειρήνης και ασφαλείας, αλλά και σε κρίσιμους καιρούς διωγμών, όπως ήταν οι διωγμοί των πρώτων αιώνων.
Ιερεύς ο Λουκιανός έζησε σε καιρό διωγμών και μάλιστα σκληρών. Στα Σαμόσατα τής Συρίας γεννήθηκε το 290 μ.Χ. από γονείς πιστούς και ενάρετους. Όμως όταν έφθασε σε ηλικία δώδεκα ετών, έμεινε ορφανός και από τους δυο γονείς του. Με την ανάμνηση όμως των αγίων συμβουλών των γονέων του και του ενάρετου παραδείγματός τους, και πολύ περισσότερο με τον φόβο του Θεού κατόρθωσε, νέος αυτός, να μείνει πιστός και ηθικός μέσα σε κοινωνία ειδωλολατρική με τους διάφορους και έντονους πειρασμούς και τις προκλήσεις.
Ευτύχησε ακόμη ο Λουκιανός να έχει αργότερα στην Έδεσσα της Συρίας κι ένα καλό διδάσκαλο, τον ιερέα Μακάριο, ο οποίος βοήθησε πολύ τον προνομιούχο νέο στην πνευματική του εξέλιξη. Και ο Λουκιανός πράγματι μορφώθηκε πρωτίστως και κυρίως με το κατεξοχήν Βιβλίο, την Αγία Γραφή. Στα νοήματα αυτής εμβάθυνε και από αυτά εμπνεόταν. Μορφώθηκε ακόμη και με ό,τι άλλο επιστημονικό του προσέφερε η εποχή του. Έτσι γρήγορα παρουσιάσθηκε νέος προσοντούχος, που έδινε πολλές ελπίδες για την Εκκλησία του Χριστού.
Ξεκίνησε το έργο του με μία θαυμαστή χειρονομία αγάπης, την προσφορά δηλαδή όλης της πατρικής περιουσίας του στους πτωχούς. Ελεύθερος πλέον από κοσμικές απασχολήσεις έρχεται στην Αντιόχεια και χειροτονείται ιερεύς. Με τα μεγάλα τώρα εφόδια της ιερωσύνης και της μορφώσεως θέλησε εδώ στην Αντιόχεια να αρχίσει παράλληλο έργο με το έργο εκείνο του δασκάλου του Μακαρίου. Άνοιξε Σχολή, στην οποία φοιτούσαν πλήθος μαθητών, για να καταρτίζονται κοντά στον φημισμένο αυτόν δάσκαλο, όχι μόνο στα γράμματα, αλλά και στη χριστιανική αλήθεια και αρετή. Με τον σοφό και οικοδομητικό του λόγο, με το άγιο παράδειγμά του και με την αγιαστική αποστολή της ιερωσύνης καλλιεργούνταν ψυχές Χριστιανών νέων και καταρτίζονταν εργάτες της Εκκλησίας.
Δεν περιιριζόταν βεβαίως μόνο στο αξιόλογο έργο της Σχολής. Ως υπεύθυνος ιερεύς και καλός ποιμήν των προβάτων συμπαραστεκόταν στις ανάγκες κάθε πιστού. Ενίσχυε και στήριζε τις ψυχές των αγωνιζομένων Χριστιανών και μάλιστα εκείνων, που λόγω των διωγμών λιποψυχούσαν. Παράλληλα έγραφε και πολλές επιστολές, για να διαφωτίζει και να βοηθά τους πιστούς.
Αυτό όμως το έργο, έργο πολύπλευρο, κίνησε το φθόνο πολλών και κυρίως των αιρετικών. Έτσι δεν άργησε ο αιρετικός Παγκράτιος να τον καταγγείλει στις ειδωλολατρικές αρχές. Και τότε παρουσίασαν τον Λουκιανό στη Νικομήδεια μπροστά στον διώκτη αυτοκράτορα Μαξιμίνο ως Χριστιανό. Στην αρχή ο Μαξιμινος φέρθηκε με εντυπωσιακή επιείκεια στον χριστιανό ιερέα. Νόμιζε ότι με τον τρόπο αυτό θα τον επηρέαζε. Όμως μάταια! Ο Λουκιανός, διδάσκαλος των Χριστιανών, ήταν δυνατόν να αρνηθεί ό,τι πίστευε και δίδασκε; Ποτέ! «Έως θανάτου αγώνισαι περί τής αληθείας», ήταν η φωνή τού Θεού (Σόφ. Σείρ. δ΄ 28). Και ο Λουκιανός είναι έτοιμος να προσφέρει τη ζωή του «υπέρ τών προβάτων» (Ιωαν. ι΄ 11).
Γρήγορα το αντιλαμβάνεται ο αυτοκράτωρ. Παρά τις προσπάθειές του, αδυνατεί να νικήσει τον Λουκιανό στη συζήτηση. Και απογοητευμένος δίνει εντολή να τον κλείσουν στην φυλακή και να τον αφήσουν τελείως νηστικό, έως ότου υποχωρήσει. Για να του επιτείνουν όμως το μαρτύριο και να τον κάνουν περισσότερο να υποφέρει, σοφίσθηκαν κι ένα άλλο πονηρό τέχνασμα. Δίπλα από το κελί της φυλακής έψηναν κρέατα και με την ευωδία του ψητού κρέατος τον προκαλούσαν να αρνηθεί την πίστη του, να φάει και να ζήσει. Αλλά ενώ ο σατανάς με τη μορφή των βασανιστών έβαζε όλη τη δύναμή του να νικήσει τον ιερέα του Χριστού, αυτός ζητούσε τη θεία Χάρη, για να θριαμβεύσει η πίστη του.
Έπειτα από μέρες τον οδηγούν εξαντλημένο στο δικαστήριο. Το όνομά σου! τον ρωτούν. Χριστιανός ειμι!, απαντά ο Μάρτυρας. Η πατρίδα σου, η ηλικία σου, η εργασία! Χριστιανός ειμι!, επαναλαμβάνει σταθερά σέ κάθε ερώτηση ο Λουκιανός. Η θαρραλέα απάντηση, ομολογία θαραλλέα της πίστεως του, ερέθισε τους δικαστές. Τον οδηγούν λοιπόν και πάλι στη φυλακή με τις ίδιες συνθήκες, τελείως νηστικό. Πόσες ακόμη μέρες έμεινε εκεί, δεν το γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε όμως, ότι υπέμεινε καρτερικά το αργό και φρικτό μαρτύριο της πείνας και πέθανε εξαντλημένος. Έκλεισε τα μάτια του στη γη πεινασμένος, για να τα ανοίξει στον ουρανό μπροστά στη ευφρόσυνη τράπεζα, την οποία υποσχέθηκε ο Κύριος για τους πιστούς του: «καγώ διατίθεμαι υμίν καθώς διέθετό μοι ο πατήρ μου βασιλείαν, ίνα εσθίητε καί πίνητε επί τής τραπέζης μου εν τή βασιλεία μου» (Λουκ. κβ΄ 29 – 30).
Το σεπτό λείψανό του με θηριώδη κακία το έριξαν οι ειδωλολάτρες στη θάλασσα για να χαθεί. Όμως οι Χριστιανοί, συγκινημένοι από την ομολογία και το μαρτύριο του καλού τους ποιμένα, γρήγορα το βρήκαν και του απέδωσαν τις ιερές τιμές που αξίζουν σε σώμα Χριστιανού και μάλιστα ιερέως αγίου Μάρτυρος.
Υπόδειγμα ιερέως! Με τη φωτεινή και αγία ζωή του, με τη μόρφωση και το ποιμαντικό έργο του, με τον λόγο της οικοδομής και την ψυχική τόνωση, με τη θαρραλέα ομολογία και τέλος με το μαρτύριο της υπομονής. Οδηγός ψυχών με το λόγο του και τη ζωή του. Υπόδειγμα ποιμένος αξίου για μίμηση!
Στιχηρόν Εσπερινού. Ήχος δ.
Ειρκτήν πολυχρόνιον καί βιαιότατον θάνατον εκαρτέρησας, Όσιε, ιμάσι πεδούμενος καί λεπτοίς οστράκοις κεντούμενος, Μάκαρ, καί ασιτία χαλεπή, μακρά τε δίψη εκπιεζόμενος· διό σέ η ουράνιος τρυφή σαφώς διεδέξατο ως αήττητον Μάρτυρα, Αθλητά γενναιότατε.
Από το βιβλίο «Φωστήρες Υπέρλαμπροι» του Αρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη