Κάθε Μάρτυρας και Νεομάρτυρας έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, πάντοτε θαυμαστά και κατ’ εξοχήν διδακτικά. Το ίδιο συμβαίνει και με τον οσιομάρτυρα Μακάριο.

Η Κίος της Βιθυνίας, στα βόρειά της Μικράς Ασίας, ήταν η πατρίδα του Αγίου, όπου γεννήθηκε το 1558. Το βαπτιστικό όνομά του ήταν Μανουήλ. Ήταν γιός Χριστιανών γονέων, του Πέτρου και της Ανθούσης. Στην οικογένεια αυτή ο μικρός Μανουήλ ανατράφηκε κι εκεί πήρε την πρώτη σχολική στοιχειώδη μόρφωση. Οι γονείς, ενδιαφερόμενοι για την επαγγελματική εξέλιξη του παιδιού τους, τον εμπιστεύθηκαν σ’ ένα Χριστιανό ράπτη, για να του μάθει την τέχνη.

Ο Μανουήλ όχι μόνο μαθήτευσε στην τέχνη, αλλά και αναπαύθηκε στη χριστιανική διδασκαλία του πιστού ράπτη και εμπνεύστηκε από το καλό του παράδειγμα. Θεώρησε καθήκον του ο ευσυνείδητος Χριστιανός να κατατοπίσει βαθύτερα τον νέο στην Ορθόδοξη πίστη και να τον κάνει σταθερό, ώστε να μην έχει κίνδυνο αλλαξοπιστίας, την οποία με πονηρία επιχειρούσαν τότε οι Τούρκοι.

Το λυπηρό είναι ότι, όταν ο Μανουήλ ήταν σε ηλικία 18 ετών, ο πατέρας του, ο Πέτρος, αλλαξοπίστησε. Τον δελέασαν με χρήματα ή με άλλες υποσχέσεις; Δεν γνωρίζουμε. Πάντως έγινε Τούρκος και μάλιστα φανατικός και προκλητικός. Τόσος ήταν ο φανατισμός του, ώστε σκέφθηκε και αποφάσισε με κάθε μέσο και με βίαιο τρόπο να αναγκάσει ακόμη και τον γιό του Μανουήλ να προδώσει την πίστη του. Όμως ο Μανουήλ στάθηκε άκαμπτος. Με εκπλήξη πληροφορήθηκε την ολέθρια αλλαγή του πατέρα του, αλλά και με πολύ πόνο άκουσε και άκουγε τις προτροπές του να τον ακολουθήσει στην απιστία. Και όσο ο πατέρας επιμένει και απειλεί, τόσο και ο γιός αρνείται και παρακαλεί τον πατέρα να οδηγηθεί σέ μετάνοια και επιστροφή. Του μιλά πειστικά, αυστηρά και του εκθέτει τις φοβερές συνέπειες της αρνήσεως της πίστεώς του «εν τώ νύν καί εν τώ μέλλοντι αιώνι».

Τότε ο πατέρας σοφίζεται το πονηρό σχέδιο. Λέει στον Μανουήλ: Συ δεν μου είχες δώσει κάποτε την υπόσχεση ότι θα γίνεις Τούρκος; Και τώρα, μεγάλος πλέον, πώς αθετείς την υπόσχεσή σου; Εξανέστη ο Μανουήλ. Πότε το είπα; Αλλά και που το είπα; Ποτέ! Ποτέ δεν προδίδω τον Χριστό μου! Για να ασφαλίσει λοιπόν τον εαυτό του και την ψυχή του, ο πιστός και συνετός νέος φεύγει για το Άγιον Όρος και εκεί κείρεται μοναχός με το νέο όνομα Μακάριος. Και πράγματι θεωρεί τον εαυτό του μακάριο, διότι εγκαταβιώνει μεταξύ άγιων μοναχών, ασφαλής πλέον. Δοξάζει τον Θεό, διότι τον φύλαξε από τον φοβερό πατέρα του, αλλά και από τον κίνδυνο της αλλαξοπιστίας.

Πέρασαν χρόνια. Και το 1590 ο μοναχός Μακάριος έρχεται στην Προύσα, για να αναζητήσει τους γονείς του, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί εκεί. Επιθυμούσε να διαπιστώσει, εάν ο πατέρας του παραμένει στην πλάνη, ή επέστρεψε μετανιωμένος στον Χριστό. Ζωηρός και έντονος υπήρχε μέσα του ο πόθος να βοηθήσει στη μετάνοια του πατέρα του. Όμως δυστυχώς ο πατέρας παραμένει αμετανόητος και σκληρός και πολύ προκλητικός. Τον συλλαμβάνει και τον οδηγεί αμέσως στον Τούρκο διοικητή της Προύσης. Ο αρνησίθρησκος πατέρας επαναλαμβάνει τη σατανική του συκοφαντία και ζητά από τον διοικητή ή να του επιβάλει να εκπληρώσει την… «υπόσχεσή» του, ή να τον βασανίσει και να τον θανάτωσει.

Ο Τούρκος διοικητής αντιλαμβάνεται ότι η κατηγορία είναι συκοφαντία. Ευχαριστείται όμως, διότι έχει στα χέρια του έναν Χριστιανό μοναχό, ο οποίος ή θα αλλαξοπιστήσει ή θα μαρτυρήσει. Προσπαθεί να τον μεταπείσει και συγχρόνως του υπόσχεται τιμές και δόξες. Αλλά παίρνει θαυμαστή και σοφή την απάντηση από τον Χριστιανό μοναχό: Οι δόξες σου, που φαντάζουν σε πολλούς, είναι τίποτε. Άχυρο και σκουριά μπροστά στην υπέρλαμπρη δόξα του ουρανού, κοντά στον Κύριο και Θεό μου Ιησού Χριστό, τον Σωτήρα μου.

Τότε αρχίζουν τα βασανιστήρια. Πρώτα το ξύλο. Τον δέρνουν επί ώρες πολλές και αλύπητα! Σαρκαστικά χορεύουν γύρω του και γελούν. Έπειτα τον κρεμούν από τις μασχάλες και τον αφήνουν κρεμασμένο 40 ημέρες. Τον κατεβάζουν κάθε μέρα μία φορά για να τον δείρουν. Μετά το 40ημερο αυτό μαρτύριο τον κρεμούν από τα πόδια σ’ ένα ξεροπήγαδο. Και από εκεί τον ανεβάζουν και τον κατεβάζουν, για να σπάσουν το ηθικό του. Σ’ όλα αυτά πρωτοστατεί ο εξωμότης πατέρας του. Αλλά και πάλι τον οδηγούν στον διοικητή. Θέλει και ο ίδιος να διαπιστώσει το αποτέλεσμα. Κι όταν τον αντικρύζει απτόητο, σταθερό και ανυποχώρητο, δίνει εντολή να τον θανατώσουν με λιθοβολισμό. Και το πρωί της 6ης Οκτωβρίου του 1590 τον οδηγούν στον χείμαρρο έξω από την πόλη. Εκεί ο συρφετός των Τούρκων ρίχνει ακατάπαυστα πέτρες επάνω του. Μεταξύ αυτών και ο πατέρας του. Πρωτοστατεί μάλιστα. Και ο Μακάριος προσεύχεται, όπως κάποτε ο πρωτομάρτυς Στέφανος. Ζητά από τον Θεό, όπως τότε ο Αρχιδιάκονος, να συγχωρήσει αυτούς που τον λιθοβολούν, και μάλιστα τον πατέρα του. «Κύριε, μή στήσης αυτοίς τήν αμαρτίαν ταύτην» (Πράξ. ζ΄ 60). Όμως ο Μακάριος δεν εξέπνευσε με τον λιθοβολισμό. Ο δήμιος τον πλησίασε και του κατέφερε το τελικό κτύπημα. Με το ξίφος του έκοψε το κεφάλι. Και ο οσιομάρτυρας Μακάριος, πράγματι μακάριος, πέταξε στον ουρανό, «όπου ο τών εορταζόντων ήχος καί η ανέσπερος δόξα εις τούς αιώνας». «Μακάριος πριν ών κατά κλήσιν, μακάριος νύν κατά πείραν ανεδείχθης εκ ξίφους».

 

Από το βιβλίο «Ένθεοι Σάλπιγγες»

Αρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη