Γιεζί
Από την Παλαιά Διαθήκη
Γιεζί. Ο υπηρέτης του μεγάλου προφήτη Ελισσαίου, του συνεχιστή του έργου του πυρφόρου Ηλία.
Ακολουθούσε παντού τον προφήτη.
Είχε προσωπική εμπειρία για το χάρισμα που του είχε δώσει ο Θεός.
Άκουγε τα κηρύγματά του.
Έγινε αυτόπτης μάρτυρας των θαυμάτων που επιτελούσε στο λαό.
Και τώρα με τα μάτια του πάλι είδε το γεμάτο λέπρα σώμα του Σύρου στρατηγού Νεεμάννα καθαρίζεται στον Ιορδάνη ποταμό και να γίνεται απαλό σαν μικρού παιδιού.
Είδε και άκουσε πολλά ο Γιεζί κοντά στον κύριό του, τον προφήτη Ελισσαίο, αλλά δεν έμαθε… Έπαθε όμως!
Να πως έχει η θλιβερή ιστορία του:
Όταν ο Σύρος λεπρός στρατηγός Νεεμάν έφτασε στον Προφήτη παρακαλώντας για τη θεραπεία του, δεν είχε έρθει με άδεια χέρια. «Δέκα τάλαντα αργυρίου» (20.000 δολάρια), «6.000 χρυσοί σίκλοι» (60.000 δολάρια) και δέκα πολυτελείς στολές ήταν η ευλογία» που έφερε στον ευεργέτη του. Τα είχε δει όλα αυτά ο Γιεζί. Είχε γυαλίσει το μάτι του! Να γίνονταν δικά τους! Να τα έπαιρνε ο κύριός του, κάτι θα έδινε και σ’ αυτόν! Όμως, άκουσε τον φτωχό Ελισσαίο να μη δέχεται τίποτα από τα δώρα του πλούσιου γιατρεμένου λεπρού…
Έφυγε γεμάτος χαρά και ευγνωμοσύνη ο Νεεμάν.
Και ο Γιεζί;
Η σκέψη του και η καρδιά του είχαν κολλήσει στα πλούσια δώρα του Σύρου. Χρήματα, στολές… Η φιλαργυρία του σκότισε το νου. Σκέφτηκε:
–Ο κύριός μου τον λυπήθηκε τον Σύρο και δεν πήρε τα δώρα του. Ορκίζομαι στον ζωντανό Θεό ότι θα τρέξω πίσω του και θα πάρω κάτι απ’ αυτόν.
Και άρχισε να τρέχει να προλάβει τον πλούσιο στρατηγό.
Τον είδε εκείνος από μακριά. Σταμάτησε το άρμα του, κατέβηκε απ’ αυτό και τον ρώτησε με ενδιαφέρον:
–Συμβαίνει κάτι;
–Ο κύριός μου με στέλνει. Ήρθαν δυό νεαροί προφήτες από την ορεινή περιοχή Εφραίμ. Δώσε μας ένα τάλαντο και δύο στολές για να τους δώσουμε.
–Πάρε δύο τάλαντα και δύο στολές, προθυμοποιήθηκε ο Νεεμάν.
Άστραψε το μάτι του Γιεζί. Τα βόλεψε σε σακίδια, τα φόρτωσε σε δύο δικούς του υπηρέτες να τα μεταφέρουν και τα έκρυψε στο πιο σκοτεινό και κρυφό δωμάτιο του σπιτιού του Ελισσαίου. Κι ύστερα πήγε, καλός και καμωμένος, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, να βρει τον προφήτη!
–Από που έρχεσαι, τον ρώτησε εκείνος.
–Από πουθενά! Εδώ ήμουνα, δεν πήγα πουθενά!
–Ήμουνα εκεί που πήγες, Γιεζί! Σε έβλεπα να τρέχεις και είδα τον Νεεμάν που κατέβηκε από το άρμα του να σε προϋπαντήσει. Τώρα πήρες τα τάλαντα και τις στολές, για να αγοράσεις ελαιώνες και αμπέλια και πρόβατα και βόδια και δούλους και δούλες… Θα πάρεις όμως και κάτι ακόμα από τον Νεεμάν: τη λέπρα του!
Έφυγε για πάντα ο Γιεζί από τον χαρισματικό κύριό του λεπρός! Η αρρώστια του Νεεμάν τον συνόδευε παντού, τον ταλαιπωρούσε αλλά και μαρτυρούσε την ατιμία του, το ψέμα του…
* * *
Μεγάλο ατόπημα το ψεύδος. Εισηγητής του είναι ο ίδιος ο διάβολος, που ενώ σπρώχνει τον ψεύτη στο κακό, τον αφήνει στη συνέχεια έρμαιο της αποκοτιάς του.
Αν θέλουμε να είμαστε για πάντα ενωμένοι με τον Κύριο, που είναι η ίδια η Αλήθεια, δεν θα βάλουμε ποτέ το ψέμα στη ζωή μας. Αλλά κι αν θέλουμε να έχουμε σχέσεις εμπιστοσύνης με τους συνανθρώπους μας, και πάλι θα πρέπει να το αποφύγουμε. Όταν ο λόγος του Θεού απαγορεύει απόλυτα το ψέμα, ουσιαστικά βοηθά τον άνθρωπο να διατηρεί σταθερή τη σχέση του με τον Κύριο αλλά και με τους συνανθρώπους του.
π.