Ποιός υποστήριξε, ότι μόνο η νεότητα είναι ικανή για ηρωισμό και θυσίες ; Στον Χριστιανισμό η αλήθεια είναι διαφορετική. Μέσα στο Χριστιανικό στρατόπεδο, στην Εκκλησία του Χριστού, ο ηρωισμός δεν κάνει διακρίσεις ηλικίας. Αρκεί την καρδία του ανθρώπου να την αναγεννήσει ο Χριστός. Τότε την κάνει και ηρωική. Οποιαδήποτε ηλικία κι αν έχει τότε ο άνθρωπος, άνδρας ή γυναίκα, νήπιο ή γέροντας, γίνεται γενναίος και ηρωικός, έτοιμος σε θυσίες για χάρη της πίστεώς του.

Όπως και ο Λουκιλλιανός. Δεν είναι νέος. Η κεφαλή του έχει από ετών λευκανθεί και η ζωή του όλη πέρασε στην υπηρεσία τής ειδωλολατρίας. Επί έτη πολλά διακόνησε ως ιερεύς των ειδώλων. Γέροντας πλέον βρέθηκε κάποτε στην κοντινή Νικομήδεια. Εδώ για πρώτη φορά ακούει κήρυγμα χριστιανικό. Το ολιγόλεπτο αυτό κήρυγμα, το γεμάτο όμως πνεύμα Θεού και παλμό χριστιανικό, πόση εντύπωση του προκάλεσε! Τού αναμόχλευσε όλο τον εσωτερικό του κόσμο. Οι ειδωλολατρικές του σκέψεις και πεποιθήσεις παρόλα αυτά κλονίζονται και καταπίπτουν. Τα γεροντικά του μάτια ανοίγουν. Βλέπει φως. Διακρίνει το σκοτάδι και το ψευδός της θρησκείας των ειδώλων. Βλέπει καθαρά το φως της αλήθειας του Χριστού. Δεν σκέπτεται πλέον επάγγελμα και συμφέροντα. Τα απαρνείται αμέσως όλα. Και ως ταπεινός μαθητής μαθητεύει στο σχολείο του Χριστού . Με ζήλο νεανικό και πόθο ιερό δέχεται το Άγιο Βάπτισμα και γίνεται Χριστιανός. Τώρα πλέον με τα λόγια του και τη φωτισμένη ζωή του κηρύττει με παρρησία και χαρά στους γύρω του την πίστη του Χριστού.

Η εποχή όμως στην οποία ζούσε ο Λουκιλλιανός ήταν εποχή διωγμών. Ο αυτοκράτωρ Αυρηλιανός (270 – 275 μ.Χ.) συνεχίζει σκληρό τον διωγμό των Χριστιανών. Δεν άργησε λοιπόν κι αυτός να βρεθεί ενώπιον του διλήμματος, που του έθεσε ο αντιπρόσωπος του αυτοκράτορος στη Νικομήδεια, ο κόμης Σιλβανός. Ή θα αφήσεις τη μωρία της νέας θρησκείας σου και θα επιστρέψεις στην υπηρεσία των θεών, ή σε περιμένει μαρτύριο και θάνατος. Ποιά ήταν η απάντηση του γέροντα Λουκιλλιανού ; Ομολογεί με θάρρος και σταθερότητα την πίστη του. Αλλά συγχρόνως προτρέπει και τον κόμη να τον ακολουθήσει. Μην εμποδισθείς, του λέει, από το αξίωμα και την ηλικία σου. Άκουσε να σου μιλήσω κι εγώ για την πίστη του Χριστού. Να την γνωρίσεις και να την ακολουθήσεις. Μόνο σ’ αυτόν υπάρχει η αλήθεια και η ζωή. Έλα μαζί μου.

Αλλά οι ειδωλολάτρες ιερείς μαίνονται εναντίον του Λουκιλλιανού. Τον κατηγορούν ως λιποτάκτη και προδότη της θρησκείας των πατέρων τους. Ζητούν από τον κόμη γρήγορη και παραδειγματική τιμωρία. Σκοτισμένος και εκνευρισμένος, όπως είναι ο Σιλβανός, δίνει διαταγή για το μαρτύριο. Και οι σκληροί δήμιοι αρχίζουν το έργο τους. Τον μαστιγώνουν, του γεμίζουν το σώμα με πληγές, τον προκαλούν να αρνηθεί τον Χριστό. Το σώμα πονά, αλλά το φρόνημα μένει ηρωϊκό στο μαρτύριο, όπως προηγουμένως στην ομολογία. Αλλά οι δήμιοι εξακολουθούν. Τον κρεμούν τώρα με το κεφάλι κάτω και συνεχίζουν το άγριο μαστίγωμα. Αυτός ηρωϊκά υπομένει ώσπου τον οδηγούν στη φυλακή.

Εδώ στη φυλακή δεν είναι μόνος. Τέσσερα παιδιά, (Κλαύδιος, Υπάτιος, Παύλος, Διονύσιος) σπεύδουν να τον υποδεχθούν με σεβασμό και ιδιαίτερη χαρά. Είναι και στη φυλακή, διότι ηρωϊκά ομολόγησαν την πίστη στον Χριστό. Χαίρονται οι νέοι, συγκινείται και η καρδία του γέροντα από ενθουσιασμό, όταν βλέπει τα τέσσερα παιδιά να πάσχουν ηρωϊκά για την αλήθεια του Χριστού. Δεν συνδέθηκαν όμως μόνο στη φυλακή. Ενώθηκαν και στο μαρτύριο.

Ο Λουκιλλιανός και οι τέσσερις νέοι επανέλαβαν ενώπιον του Σιλβανού την ομολογία της πίστεως και καταδικάσθηκαν να πεθάνουν, να καούν στη φωτιά. Την ώρα όμως εκείνη μια καταρρακτώδης βροχή έσβησε τις φλόγες της φωτιάς και άφησε ανέπαφα τα σώματα των μαρτύρων. Ο κόμης φοβήθηκε πολύ από τη θαυματουργική αυτή επέμβαση και γι’ αυτό με συνοδεία τους στέλνει στο Βυζάντιο για να μαρτυρήσουν. Εκεί οι τέσσερις νέοι αποκεφαλίζονται με ξίφος. Για τον Λουκιλλιανό υψώνεται σταυρός μεγάλος και πάνω σ’ αυτόν σταυρώνεται κοπόπιν εξευτελισμών το γεροντικό σώμα του. Εκεί κοντά στο σταυρό του ήταν και η παρθένος Παύλη, η οποία τον συνόδευσε στην πορεία του από την Νικομήδεια, για να ανακουφίζει τα γηρατειά του. Στη θέα του σταυρού ο Λουκιλλιανός δεν δειλιάζει, αλλά θυμάται τον σταυρωμένο Σωτήρα του και τον παρακαλεί να τον ενισχύσει. Υπομένει μέχρι τέλους ηρωϊκά. Και στο τέλος από το ύψος του σταυρού διακηρύττει με φωνή ισχυρή τη νίκη και το θρίαμβο της πίστεως του Χριστού και παραδίδει το πνεύμα του σ’ Αυτόν. Μετά το θάνατό του η Παύλη σπεύδει να παραλάβει το σώμα του και να φροντίσει για τον ενταφιασμό του. Συλλαμβάνεται όμως κι αυτή αμέσως, μαστιγώνεται με αναίδεια σκληρά και ρίχνεται στη φυλακή. Αργότερα επειδή δεν αρνείται την πίστη της οδηγείται στον τόπο του μαρτυρίου τού Λουκιλλιανού. Εκεί υφίσταται νέους εξευτελισμούς και στο τέλος αποκεφαλίζεται με ξίφος.

Λουκιλλιανός, τέσσερα παιδιά και Παύλη. Γέροντας, νέοι και παρθένος. Διαφορά ηλικίας και φύλου. Ταύτιση όμως καρδιά αναγεννημένης από τον Θεό, γι’ αυτό και ηρωικής. Είναι κι αυτό μία ακόμη απόδειξη ότι η αλήθεια του Χριστού και η πίστη στον Χριστό, κάνει τον άνθρωπο να έχει ιδανικά και να αγωνίζεται γι’ αυτά με τέτοιο ηρωϊσμό ώστε να θυσιάζει ακόμη και την ίδια του τη ζωή. Ένα μήνυμα απαραίτητο και σωτήριο και για κάθε σύγχρονο άνθρωπο, για κάθε Χριστιανό.

Κάθισμα τού Αγίου. Ήχος α΄.

Πυρί προσομιλών, ουδαμώς κατεφλέχθης, Λουκιλλιανέ, αθλητά γενναιόφρον· τήν δρόσον γάρ εκέκτησο τού Θεού αναψύχουσαν· όθεν ήνυσας τούς υπέρ φύσιν αγώνας αγαλλόμενος μετά νηπίων αγίων, μεθ’ ών ημών μνήσθητι.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Αθλητές Στεφανηφόροι» του Αρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Περιστατικό από τον βίο του Αγίου Παισίου , η συνάντησή του με τον Άγιο Λουκιλλιανό. Έτος 1979 

Στις 13 Μαΐου του 1979 ο Γέροντας μετακόμισε από το κελί του Τίμιου Σταυρού στο Κουτλουμουσιανό κελί, «Παναγούδα».

Ήταν 3 Ιουνίου και ο Γέροντας, λόγω της μετακόμισης, δεν είχε τακτοποιήσει τα πράγματα του, ούτε είχε βγάλει απ’ τα κιβώτια τα Μηναία και τα αλλά εκκλησιαστικά βιβλία. Λόγω του γεγονότος αυτού , ο Γέροντας δεν ήξερε την ακριβή ημερομηνία και ποιος «Άγιος γιόρταζε εκείνη την ήμερα και την ακολουθία την έκανε με κομποσκοίνι. «Όταν έφτασε να ευχηθεί για τον «Άγιο της ημέρας κι έλεγε το συνηθισμένο «Άγιε του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών» τον απασχόλησε ο λογισμός, ποιος να είναι ο «Άγιος που γιόρταζε. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκαν, με θαυμαστό τρόπο, μέσα στο εκκλησάκι δύο Άγιοι, ο ένας μπροστά και ο άλλος λίγο πιο πίσω. Ό  δεύτερος ήταν ο «Άγιος Παντελεήμων. Ό Γέροντας πάντα έλεγε ότι ό «Άγιος Παντελεήμων μοιάζει πολύ με τον εικονιζόμενο στην εικόνα της σκήτης του Αγίου Παντελεήμονος. Ό άλλος Άγιος, που ήταν μπροστά, ήταν άγνωστος. Είπε τότε εκείνος:

-«Γέροντα, είμαι ο Λουκιλιανός».
Ο Γέροντας δεν είχε προσέξει αυτό το όνομα καί ρώτησε:
-Πως; Λουκιανός;
-«Οχι, του απάντησε ο Άγιος, Είμαι ο Λουκιλιανός.

Και τότε, πάλι με θαυμαστό τρόπο, οι δύο «Αγιοι εξαφανίστηκαν.

Τότε ο Γέροντας πήγε και άνοιξε τα κιβώτια με τα βιβλία και στο Μηναίο του Ιουνίου βρήκε πραγματικά ότι στις 3 ήταν η μνήμη του Αγίου Λουκιλιανού.

Από τότε ο Γέροντας αγαπούσε τον «Αγιο Λουκιλιανό ιδιαίτερα κι έβαλε μια εικονίτσα στο ιερό και μια πάνω από το στασίδι του, που την είχε εκεί μέχρι το τέλος».

Από το βιβλίο «Ο Γέρων Παΐσιος» σελ 274-275 του Ιερομ. Χριστοδούλου