Θεῖο Βρέφος,
κάθε φορά πού τή μέρα τῶν Χριστουγέννων
πλησιάζω διστακτικά μπρός στή Φάτνη Σου,
δέν Σοῦ τό κρύβω πώς μέ τό σῶμα εἶμαι ἐκεῖ, μπροστά Σου,
μέ τή σκέψη ὅμως ταξιδεύω στό χρόνο
καί φτάνω σ’ ἕνα λόφο, πάλι μπροστά Σου.
Ὁ νοῦς σαστίζει, καθώς σκέφτεται πώς αὐτό τό εὐαίσθητο μά θεϊκό σῶμα,
πού τώρα ζεῖ τή θαλπωρή τῆς Παναγίας Μητέρας Του μέσα στή Φάτνη,
μετά ἀπό μερικά χρόνια
θά ζήσει τήν τέλεια ἐγκατάλειψη ἐχθρῶν καί φίλων πάνω στό Γολγοθά.
Ταπεινέ Θεέ,
Σέ βλέπω σιωπηλό μέσα στό Σπήλαιο
καί θυμᾶμαι τή σιωπή Σου τήν ὥρα τῆς δίκης Σου.
Τώρα δέχεσαι τή συντροφιά ἀπό τά ἄλογα ζῶα,
σύντομα ὅμως θά δεχθεῖς τήν ὀδύνη ἀπό τά ἄλογα πάθη μας.
Σοφοί Μάγοι τῆς Ἀνατολῆς, ξεκίνησαν ἀπ΄ τή χώρα τους
νά φτάσουν κοντά Σου, νά Σέ προσκυνήσουν
καί νά Σοῦ προσφέρουν δῶρα πολύτιμα καί ἀκριβά.
Σύντομα, ὅμως, «σοφοί» ἄλλης ἐποχῆς θά ᾿ρθοῦν κοντά Σου,
νά Σέ προδώσουν καί νά Σοῦ προσφέρουν «δῶρα» φθηνά κι ὀδυνηρά.
Οἱ πληγές πού σημάδεψαν τότε τό Πανάγιο Σῶμα Σου
ἔφεραν τή σωτηρία καί τή λύτρωση στό ἀνθρώπινο γένος.
Αὐτές οἱ πληγές θ’ ἀφήσουν στό Ἀναστημένο Σῶμα Σου
τά σημάδια τῆς νίκης καί τῆς ἀγάπης Σου
κι αὐτές θά Σέ συνοδεύουν στήν Αἰωνιότητα.
Ἦλθες, Μεγάλε Ἀναμενόμενε.
Ἦλθες, γιά νά βαδίσεις τούς ἀπαράκλητους δρόμους τούτης τῆς γῆς.
Ἦλθες, γιά νά πάθεις.
Ἦλθες, γιά νά σταυρωθεῖς.
Ἦλθες, γιά νά ἀναστηθεῖς.
Ἦλθες, γιά νά μᾶς δείξεις πόσο πολύ μᾶς ἀγαπᾶς.
Ἦλθες, γιά νά ξεπληρώσεις τό χρέος μας.
Ἦλθες, γιά νά μᾶς βάλεις ξανά μέσα στόν Παράδεισο.
Ἦλθες, γιά νά μᾶς πεῖς πώς δέν ὑπάρχει Σταυρός δίχως Ἀνάσταση.
Κι ὅλα αὐτά ξεκίνησαν ἀπό τούτη τή μέρα,
πού καταδέχθηκες Ἐσύ, ὁ τέλειος Θεός, νά γίνεις ἄνθρωπος.
Γι’ αὐτό λέω πώς κάθε φορά πού γιορτάζουμε τή Γέννησή Σου,
δέν μπορῶ νά σταθῶ στή Βηθλεέμ μόνο.
Ἀναλογίζομαι τά ὅσα ἔκανες γιά μᾶς,
μέ ἀποκορύφωμα τό Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση…
Χριστέ μου,
Σέ εὐχαριστῶ!
Νικόδημος