Μορφή σεβάσμια και φωτεινή ο άγιος Γεννάδιος λαμπρύνει και φωτίζει το στερέωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας με το φως της αγιότητάς του και της συνετής εκκλησιαστικής του δράσεως. Ήταν πρεσβύτερος, ιερεύς της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στη Βασιλεύουσα, όταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο Ανατόλιος. Πρεσβύτερος τότε ο Γεννάδιος συγκέντρωνε την τιμή και τον βαθύ σεβασμό όλων των Ορθοδόξων για τη βαθιά του ευλάβεια, την αγάπη του προς την Εκκλησία, την προσήλωσή του στις ορθόδοξες παραδόσεις, τη ζωή τής αυταπαρνήσεως και τής θυσίας. Όλα αυτά, προσόντα πολύτιμα και ουσιαστικά, τον ανέβασαν στον πατριαρχικό θρόνο το 458, όταν ο Ανατόλιος πέθανε. Τον πατριαρχικό θρόνο τhς Κωνσταντινουπόλεως τον είδε ο Γεννάδιος όχι ως αναπαυτικό θρόνο δόξας, αλλά ως σταυρό καθήκοντος. Και στο καθήκον αυτό έδειξε ο νέος Πατριάρχης τα  προσόντα του σε βαθμό πολύ ανώτερο από ό,τι προηγουμένως· σέ βαθμό θαυμαστό. Δεν ήταν βεβαίως τότε εποχή διωγμών, όπως παλιότερα. Ήταν όμως εποχή διαφόρων αιρέσεων και οι ύπουλοι ποικιλώνυμοι αιρετικοί, πλανῶντες καί πλανώμενοι (Β΄ Τιμ. γ΄ 13), επεδίωκαν να μολύνουν την ορθόδοξη πίστη και να αποσπάσουν από την Ποίμνη του Χριστού τα πρόβατά Του. Ως συνετός λοιπόν ποιμένας και καλός διδάσκαλος ο Γεννάδιος, σύμφωνα με τις οδηγίες του αποστόλου Παύλου προς τον Τιμόθεο, δεν έπαυε να διδάσκει τους Ορθοδόξους, να τους διαφωτίζει στα δόγματα της πίστεως, να τους πλουτίζει με επιχειρήματα και να τους ασφαλίζει στη σωτήρια ποίμνη της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αλλά και ως υπεύθυνος φύλακας της Μάνδρας, μέρα και νύκτα τη φρουρούσε με τους αγώνες του εναντίον των αιρετικών. Προσπαθούσε να τους αφοπλίσει όλους, αλλά και να πείσει πολλούς να απαλλαγούν από την πλάνη τους. Και κατόρθωσε πράγματι πολλά, με τη συνεργασία κάποτε και του αυτοκράτορος Λέοντος του Θρακός.

Το έργο της ασφάλειας της εκκλησιαστικής του ποίμνης το εργάσθηκε ο Πατριάρχης και με άλλους τρόπους. Πρωτίστως μόχθησε κυριολεκτικά να απαλλάξει την Εκκλησία από τη μεγάλη πληγή και μάστιγα της σιμωνίας, από τη συνήθεια δηλαδή, που είχαν πολλοί, να εξαγοράζουν την ιεροσύνη και αρχιεροσύνη με χρήματα· όπως στην πρώτη Εκκλησία επιχείρησε ο Σίμων να αγοράσει την ιερή εξουσία (Πράξ. η΄ 17 – 25). Πριν από την πατριαρχεία του Γενναδίου είχαν εισέλθει στον κλήρο με τη σιμωνία άνθρωποι ανάξιοι, εκπρόσωποι κακοί και βέβηλοι. Συγκάλεσε λοιπόν Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη ο Γεννάδιος, στην οποία έλαβαν μέρος 81 αρχιερείς. Και η Σύνοδος αυτή εξέδωσε Εγκύκλιο, στην οποία στιγματίζεται, αποδοκιμάζεται και απαγορεύεται με τρόπο απόλυτο η σιμωνία: Οὐδέ πρό καιροῦ τῆς χειροτονίας, ουδέ μετά τόν καιρόν τῆς χειροτονίας, ουδέ κατά τόν καιρόν αυτόν τῆς χειροτονίας, ὑπέρ τῆς χειροτονίας δίδεσθαι χρήματα συγχωρεῖ. Ἔστω τοίνυν καί ἔστω αποκήρυκτος καί πάσης ἱερατικῆς ἀξίας τε καί λειτουργίας ἀλλότριος καί τῇ κατάρᾳ τοῦ ἀναθέματος ὑποκείμενος ὅ τε ταύτην κτᾶσθαι διά χρημάτων δεόμενος καί ὁ ταύτην παρέχει ἐπί χρήματι ὑπισχνούμενος.

Αλλά και θετικά εργάσθηκε ο Γεννάδιος, για να αναδειχθούν άξιοι κληρικοί, ιερείς και αρχιερείς· διότι γνώριζε ο ζηλωτής και άγιος Πατριάρχης ότι αυτοί θα μεταδώσουν στον λαό ό,τι οι ίδιοι πιστεύουν και ζουν. Κανέναν λοιπόν δε χειροτονούσε που να μην έχει χριστιανική μόρφωση, αγιογραφική και ορθόδοξη. Απαιτούσε και γνώση της Αγίας Γραφής και μάλιστα τού Ψαλτηρίου και συγχρόνως φρόνημα καθαρά ορθόδοξο και ζωή ενάρετη και φωτεινή. Έτσι εισήλθαν στον ιερό κλήρο ενάρετα στελέχη, που με ευσυνειδησία και επιμέλεια καθοδηγούσαν και ενέπνεαν τους πιστούς. Ένα σημαντικό γεγονός που συντελέστηκε στις μέρες του Γενναδίου είναι και η βασιλική επίσημη απόφαση να καθιερωθεί η Κυριακή ως ημέρα ιερή και αγία, ως ημέρα αργίας σ’ όλη την αυτοκρατορία. Όλα αυτά τα εργάσθηκε ο Γεννάδιος με φόβο Θεού και με συναίσθηση τής ιερής του ευθύνης ενώπιον του Κυρίου, ο οποίος του εμπιστεύθηκε τη διακονία, αλλά και με την συναίσθηση της ευθύνης προς τον πιστό ορθόδοξο λαό, ο οποίος τον περιέβαλε με τόση εμπιστοσύνη και αφοσίωση.

Ο Γεννάδιος πέθανε το 471. Μία παράδοση αναφέρει ότι πέθανε άγνωστος στην Κύπρο κοντά στην Πάφο, στην ύπαιθρο, μέσα σε μια ψυχρή χειμωνιάτικη νύχτα. Όπως και αν έχει το πράγμα, ο Πατριάρχης Γεννάδιος ο Α΄ είναι όντως μορφή σεβάσμια και φωτεινή. Επιτέλεσε ποιμαντικό έργο πολύπλευρο, ουσιώδες και βαθύ. Έγινε υπόδειγμα καλού ποιμένος, το οποίο θα εμπνέει τούς Ιεράρχες ανά τους αιώνες και μάλιστα τους Ιεράρχες της Κωνσταντινουπόλεως, τής οποίας το θρόνο ο Άγιος δόξασε. Εορτάζει στις 17 Νοεμβρίου.

Από το βιβλίο “Φωστήρες Υπέρλαμπροι” του Αρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη