—Από πού έρχεσαι;

—Αφού όλη τη γη τη γύρισα και περπάτησα την οικουμένη, ήρθα εδώ.

—Πρόσεξες το παιδί μου, τον Ιώβ, που άλλος δε βρέθηκε άνθρωπος όπως αυτός στη γη

άμεμπτος, αληθινός, θεοσεβής, αμέτοχος σε κάθε πράξη αμαρτωλή και άδικη;

—Μήπως χωρίς ανταμοιβή σέβεται ο Ιώβ τον Κύριο; Μήπως εσύ δεν προστατεύεις όλη του την περιουσία και δεν ευλογείς τα έργα του και τα κοπάδια; Αλλ’ άγγιξε με το χέρι σου όλα όσα έχει και θα δεις αν δεν σε βλαστημήσει κατά πρόσωπο.

—Ορίστε, σου παραδίδω όλα όσα έχει, μόνο τον ίδιο δεν θα τον αγγίξεις.

Η συγκλονιστική αυτή συνομιλία γίνεται ανάμεσα στον Θεό και στο διάβολο και καταγράφεται στο θεόπνευστο βιβλίο του ΙΩΒ, ένα από τα σοφιολογικά λεγόμενα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.

Ύστερα το δράμα του Ιώβ αρχίζει. Ληστές, κεραυνοί, εχθροί ιππείς πέφτουν πάνω στα χιλιάδες ζευγάρια βόδια, στις θηλυκές όνους, στα πρόβατα, στις καμήλες και σε όλους τους δούλους του. Μόνο ένας δούλος απομένει μετά από κάθε αναπάντεχο κακό κι έρχεται να του αναγγείλει την καταστροφή. Κι ακολουθεί το αποκορύφωμα: άνεμος της ερήμου γκρεμίζει το σπίτι όπου έτρωγαν μαζί τα επτά αγόρια και οι τρεις κόρες του και τα σκοτώνει.

Και ο Ιώβ μ’ όλες αυτές τις δυστυχίες τις κατάπικρες, με ξεσκισμένα για το μέγα πένθος τα πολυτελή του ρούχα, πέφτει στο χώμα και λέει τους λόγους που μένουν στους αιώνες: «Εἴη τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου εὐλογημένον», ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος μου τα πήρε. Όπως του φάνηκε καλό, έτσι και έγινε.

Τότε ο διάβολος λυσσώντας επανέρχεται. Αν άντεξε ο Ιώβ, λέει, είναι που έχει την υγειά του κι ίσως μπορεί ακόμη να ελπίζει ότι όλα όσα έχασε θα τα ξαναποκτήσει. Και του παραχωρεί τότε την άδεια ο Θεός και πέφτει στον Ιώβ αρρώστια αποκρουστική και βασανιστική. Κάθεται τώρα έξω, πάνω στην κοπριά, μόνος, μακριά απ’ τους ανθρώπους, ολόκληρος μία πληγή. Μόνο η έρημη γυναίκα του έρχεται κοντά του και τον πληγώνει με τη θλίψη της την αβάστακτη και τον προκαλεί να πει λόγο εναντίον του Θεού και να πεθάνει.

Η απάντηση του Ιώβ στην πονεμένη του γυναίκα φανερώνει όλη του τη σοφία και την αρετή του, την χωρίς όρια. «Γιατί μίλησες σαν μια γυναίκα άμυαλη και απερίσκεπτη; Αν δεχτήκαμε από τα χέρια του Κυρίου όλα τα καλά, δεν θα υποφέρουμε και τα κακά που επιτρέπει να έρθουν;». Και απέμενε έτσι ο Ιώβ, ίσως χρόνους επτά, χωρίς να βγει άπρεπος λόγος εναντίον του Θεού από τα χείλη του.

Στη συνέχεια της δραματικής αυτής ιστορίας έρχονται τρεις φίλοι του Ιώβ, τρεις βασιλιάδες, ίσως ήταν κι ο ίδιος βασιλιάς, για να τον δούν· και μένουν επτά μέρες άφωνοι μπροστά στην τραγωδία του. Ύστερα στο περίφημο βιβλίο του ΙΩΒ γράφεται σε γλώσσα εξαιρετική, ποιητική όλη η μακρά συνομιλία του Ιώβ με τους τρεις φίλους, όπου ο Ιώβ φανερώνει πόνο βαθύτατο και πλήρη συνείδηση της καταστάσεώς του. Εύχεται να μην είχε γεννηθεί και να μην είχε επιζήσει.

Στη συνέχεια παίρνουν το λόγο οι τρεις φίλοι, που επιχειρούν με τους μακρούς τους λόγους και τα πολλά επιχειρήματα –αλλά ανίκανοι να δούνε την αλήθεια– να πείσουν τον Ιώβ πως κάπου έφταιξε, κάπου αδίκησε, πως ο μόνος δρόμος που του μένει είναι να βρει το φταίξιμό του, να μετανοήσει. Μάταια ο Ιώβ διαμαρτύρεται. Τότε εμφανίζεται τέταρτος συνομιλητής, που βλέπει πιο μακριά και πιο καλά από τους άλλους. Η λύτρωση όμως του Ιώβ έρχεται όταν επιτέλους φανερώνεται ο ίδιος ο Θεός, ο Κύριος, κι αποδεικνύει στον Ιώβ τη φροντίδα του για όλη τη δημιουργία. Ύστερα τον αποκαθιστά ενώπιον των τριών φίλων του. Τους επιτιμά, γιατί τίποτε απ’ όσα είπαν κατηγορώντας τον Ιώβ δεν είναι αλήθεια. Και δεν θα τους συγχωρήσει παρά μόνον αν ο ίδιος ο Ιώβ θα το ζητήσει.

Το τέλος της ιστορίας του Ιώβ αρχίζει με τη φράση: «Ὁ δὲ Κύριος εὐλόγησε τὰ ἔσχατα Ἰὼβ ἢ τὰ ἔμπροσθεν». Και ξαναπέκτησε ο Ιώβ υποστατικά και υπηρέτες και ζώα, διπλάσιες χιλιάδες απ’ όσα είχε πριν από την πληγή, και επτά αγόρια και τρεις κόρες, που δεν βρεθήκανε άλλες πιο όμορφες στην οικουμένη. Κι έζησε ο Ιώβ μετά την πληγή χρόνια 170. Δηλαδή έζησε συνολικά 240 χρόνια, όπως ζούσαν οι άνθρωποι της εποχής του.

Η υπομονή του η «Ιώβεια» έμεινε δίδαγμα διαχρονικό και πανανθρώπινο στην οικουμένη.

Στην ιστορία του αποκαλύπτονται τρεις μέγιστες αλήθειες: Πρώτα, το μίσος του διαβόλου για τον άνθρωπο που σέβεται τον Θεό· δεύτερον, η δύναμη του ανθρώπου να υπομένει χωρίς άμεση ανταμοιβή και να υψώνεται στο μεγαλείο της πίστεως και της εμπιστοσύνης στον Θεό του που, τρίτον, τελικά ο ίδιος περίτρανα επεμβαίνει και τον δικαιώνει!

Στίς 6 Μαΐου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη «Ιώβ του πολυάθλου».