Μια συντροφιά γυναικών, γνωστή στον κύκλο των μαθητών του Θείου Διδασκάλου, του Κυρίου Ιησού Χριστού, έχει προχωρήσει έξω από την πόλη. Η αυγή έχει αρχίσει να ροδίζει. Είναι η πρώτη ημέρα της καινούργιας εβδομάδας, που ξημερώνει. Πόθος βαθύς φλογίζει την ψυχή τους και δεν αφήνει να σκεφθούν κινδύνους. Βιάζονται να προσφέρουν στο νεκρό πιά Διδάσκαλο, τον Ιησού Χριστό, τη στερνή προσφορά τους:

Μύρα ευγνωμοσύνης και λατρείας.

Είναι οι Μυροφόρες: Η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη, συντροφευμένες και από μερικές άλλες. Όταν ο ευσχήμων Ιωσήφ και ο Νικόδημος με πόνο ψυχής κατέβασαν από το Σταύρο το πανάγιο Σώμα του Κυρίου και το κήδευσαν με βασιλική μεγαλοπρέπεια, αυτές οι ίδιες παρακολουθούσαν με ανέκφραστη θλίψη και «ἐθεώρουν ποῦ τίθεται».

Θαύμασαν εκείνη την ημέρα – την Μεγάλη Παρασκευή – την τόλμη και την γενναιότητα που είχαν οι δύο επίσημοι Μυροφόροι άνδρες: Ο ευσχήμων Ιωσήφ και ο Νικόδημος. Παρακολούθησαν και είδαν με πόσο σεβασμό και ευλάβεια έκαναν όλα τα καθήκοντά τους στο άχραντο Σώμα του Κυρίου! Το είχαν αλείψει με 100 λίτρες (32 κιλά) πολύτιμο μύρο. Και το ενταφίασαν σε εντελώς καινούργιο μνημείο μέσα σε περιποιημένο κήπο.

Όμως και οι ευσεβείς μαθήτριες του Κυρίου δεν ησυχάζουν. Ποθούν να κάνουν και το δικό τους καθήκον. Πώς να λησμονήσουν τις μεγάλες και θαυμαστές ευεργεσίες που τους είχε κάνει ο Κύριος; Άλλες τις έχει θεραπεύσει από ανίατες αρρώστιες. Άλλων, όπως της Σαλώμης, είχε οδηγήσει τα παιδιά τους στο δρόμο της σωτηρίας και τα είχε καλέσει Μαθητές Του. Πως λοιπόν να μην ποθούν να φτάσουν σύντομα στον τάφο του Κυρίου Ιησού, για να προσφέρουν και τα δικά του μύρα;…

Αίφνης, ένα ερώτημα γεμάτο αγωνιά φτάνει στα χείλη τους: «Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;» «Ποιός θα μας κυλίσει την πέτρα από το μνημείο;» Ρωτά η μια την άλλη ανήσυχη. Είχαν δει πόσο πελώριος ήταν ο «λίθος». «Ἦν γὰρ μέγας σφόδρα»!

Αδύνατο να τον μετακινήσουν, κι αν όλες μαζί προσπαθήσουν. Τα γόνατά τους κοντεύουν να παραλύσουν. Κι όμως δεν σταματούν.

Τα πολύτιμα, που ετοίμασαν, πρέπει να φτάσουν στον προορισμό τους.

Όταν τους παλμούς της καρδιάς τους ρυθμίζει η υπερκόσμια αγάπη και λατρεία προς τον Κύριο Ιησού, τότε τα εμπόδια δεν είναι ικανά να ανακόψουν το δρόμο για το καθήκον. Κίνδυνοι και θυσίες δεν υπολογίζονται. Ανανεώνονται οι δυνάμεις. Η θέληση γίνεται ατσάλι. Τα εμπόδια παραμερίζονται.

…«Καὶ αναβλέψασαι θεωροῦν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος». Η αμοιβή ήρθε αμέσως. Ο πόθος τους ο άγιος βραβεύεται. και πως! Ο τάφος του Κυρίου έγινε πηγή χαράς:

Δέχονται πρώτες το αγγελικό μήνυμα, της ανεκλάλητης χαράς τα ευαγγέλια: «Ὁ Ἰησοῦς ἠγέρθη οὐκ ἔστιν ὦδε». Και αποστέλλονται Απόστολοι στους φοβισμένους Αποστόλους. Ευαγγελίστριες στους Ευαγγελιστές. Αξιώνονται να προσκυνήσουν τον ίδιο τον Αναστημένο Κύριο. Να δεχτούν από την Πηγή της χαράς το «Χαίρετε». «Χριστός Ανέστη»! διαλαλούμε και εμείς γεμάτοι χαρά. Και ανταλλάσσουμε τον αναστάσιμο χαιρετισμό με την βεβαίωση «Αληθώς Ανέστη». Και μέσα στην αναστάσιμη χαρά φέρνουμε στο νου ευλαβικά και την τόλμη της σεμνής συνοδείας των μυροφόρων των ανδρών και των γυναικών, που τους έστησε αιώνιο μνημείο. Το όνομά τους αθάνατο γράφτηκε και από τους τέσσερις Ευαγγελιστές.

Προς τον κήπο της ζωής και της Αναστάσεως προχωρείς κι εσύ. Φαντάζεσαι μήπως ότι ανεμπόδιστα θα προχωράς; Άραγε δεν θα βρεθούν πλάκες βαριές, που θα φράξουν το δρόμο σου προς τον Αναστημένο Κύριο; Ίσως κάποια δειλία… Μερικά ελαττώματα, κάποιο πάθος… Ποιός θα τα μετακινήσει όλα αυτά; Η σταθερή κι ακλόνητη απόφαση, η θέλησή σου, που θα την δυναμώνει η φλογερή σου αγάπη προς τον Αναστημένο Ιησού.

Προχώρα θαρραλέα, σταθερά, χωρίς να σταματήσεις ποτέ. Η ακατανίκητη δύναμη του αιωνίου Νέου, του Δυνατού θα σταθεροποιεί τις νεανικές σου αποφάσεις. Θα συντρίβει εμπόδια ανυπέρβλητα. Θα εκμηδενίζει εχθρούς.

Προχώρα προς τον Νικητή. Προς τον Θριαμβευτή.

Προς την Νίκη, τεύχος 564

 

Ταῖς τῶν ἁγίων Μυροφόρων πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.