–Όχι σου είπα, μαμά! Θέλω κάτι πιο ακριβό!
–Σου εξήγησα, Κατερίνα, δεν έχω χρήματα για πιό ακριβό δώρο.
–Ώστε θέλεις να ρεζιλευτώ, ε;
–Όχι, κορίτσι μου, αλλά μου φαίνεται υπερβολικό να δίνεις τόσα χρήματα για μια απλή γιορτούλα ανταλλαγής δώρων στην τάξη σου.
–Απλή γιορτούλα;;!! Ξέρεις πόσο καιρό την ετοιμάζουμε; Ξέρεις τι έχουν αγοράσει ο Θάνος και η Αναστασία;
–Δεν με ενδιαφέρει τι έχουν αγορ…
–Εμένα με ενδιαφέρει. Είναι Χριστούγεννα! Επιτέλους, ας αγοράσουμε κι ἐμείς κάποτε ένα ακριβό δώρο! Χρι-στού-γεν-να! Πως θα καταλάβουμε Χριστούγεννα; Με τα φτωχά και τα μίζερα;
–Σου είπα, δεν έχω τόσα χρήματα.
–Καλά, δώσε μου το ποσό που υπολόγιζες να ξοδέψεις, θα ζητήσω αύριο κι από τή γιαγιά, κάτι θα πάρω κι από τον μπαμπά… Και πάμε να φύγουμε!
Απότομα έστριψε η δωδεκάχρονη Κατερίνα στον πρώτο διάδρομο του πολυκαταστήματος με τις γιορτινές βιτρίνες και τις φανταχτερές προθήκες. Πέρασε φουριόζα από τα ταμεία και βγήκε έξω εκνευρισμένη. Την ακολούθησε σκεφτική κι αμίλητη η μητέρα της. Τους χτύπησε ο παγωμένος αέρας και το ψιλό χιονόνερο. Έτρεξαν στο αυτοκίνητο κι αμίλητες έφτασαν στο σπίτι.
Αμίλητη ήταν και τις τρεις επόμενες μέρες η Κατερίνα, ενόσω συγκέντρωνε ευρώ στό ευρώ τα χρήματα. Αγωνιούσε τόσο πολύ για την ημέρα της ανταλλαγής.
«Ἀκούς εκεί γιορτούλα! Καιρό τώρα έπαιζαν το παιχνίδι με τα «αγγελάκια της αγάπης». Της κληρώθηκε η Ειρήνη. Έπρεπε να της κάνει δώρο καλό. Η Ειρήνη ήταν και πολύ πλούσια καί πολύ απαιτητική. Αλλά …που να καταλάβει η μαμά της… Μα καλά, οι μεγάλοι πως θα γιορτάσουν τη μεγάλη γιορτή της χαρας, πως θα καταλάβουν Χριστούγεννα»;

***************
Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου. Η Κατερίνα κάθεται αμίλητη στο μοναχικό παγκάκι στην άκρη της αυλής στο σχολείο της. Το κεφάλι της βουίζει ακόμη. Δεν θέλει να θυμάται τι έγινε πρίν λίγο στην τάξη. Στα αυτιά της φτάνουν καί τώρα οι φωνές της Αναστασίας, που ακόμη τσακώνεται με τη Μαίρη, γιατί δεν της άρεσε το δώρο που της χάρισε. Ο Πέτρος έφερε ό,τι πιο φθηνό βρήκε και ο Θάνος θύμωσε τόσο πολύ, που λίγο έλειψε να πιαστούν στα χέρια. Κι η Ειρήνη, ούτε ένα ευχαριστώ δεν της είπε· πήρε το δώρο της και έφυγε χασκογελώντας με την φίλη της τη Βάγια.
Χαμός, ποτέ δέν φανταζόταν η Κατερίνα ότι μια τόσο όμορφη γιορτή, τώρα στην τελευταία τάξη του Δημοτικοῦ, θα είχε τέτοια κατάληξη.

–Κατερίνα! Έλα μέσα στην τάξη, σε παρακαλώ!
Δακρυσμένη κι ανόρεχτη υπάκουσε στη φωνή του δασκάλου της. Τους βρήκε όλους μαζεμένους, θυμωμένους κι αμίλητους να κάθονται στά θρανία. Μια παγωμένη πηχτή σιωπή κάλυπτε τήν τάξη. Ο δάσκαλός τους καθόταν στην έδρα και τους κοίταζε αμίλητος, σκεφτικός και λυπημένος. Θα τους μαλώσει; Πέρασαν λίγα λεπτά. Τον είδαν να σηκώνεται.
–Ακολουθήστε με ήσυχα, είπε ήρεμος και βγήκε από την τάξη.
Τον ακολούθησαν αμίλητοι, με περιέργεια και αγωνία. Έφτασαν στην αίθουσα των γιορτών και εκδηλώσεων. Πλησίασαν όλοι μαζί στη μεγάλη Φάτνη, που είχαν κατασκευάσει εδώ και μέρες. Κάθισαν κάτω οκλαδόν.
–Κύριε, είναι όμορφα εδω, είπε ο Δημήτρης, ευτυχώς που φύγαμε από την τάξη, είχε κάτι που με πίεζε εκεί μέσα!
Όλοι συμφώνησαν μυστικά, αλλά δεν μίλησαν. Ο δάσκαλός τους στράφηκε προς το βρέφος Ιησού και ρώτησε:
–Τι δώρο να Σου προσφέρουμε, Χριστέ;
Σιωπή απόλυτη. Όλη η τάξη κοίταζε με δέος τον Χριστό στη βυζαντινή εικόνα της Γέννησης στο βάθος της Φάτνης.
–Αυτήν την ερώτηση, παιδιά, ξεκίνησε ήρεμα κι απαλά ο δάσκαλος, την έχει διατυπώσει εδώ και αιώνες ένας υμνογράφος της Εκκλησίας μας, ο Ανατόλιος. Τι να σου προσφέρουμε, Χριστέ, τώρα στη Γέννησή Σου; Τι δώρο θέλεις; Για κοιτάξτε, παιδιά, όλη η κτίση έφερε δώρα στο νεογέννητο βασιλιά. Τα βλέπετε;
–Εγώ δεν βλέπω τίποτε, μίλησε η Ράνια.
–Ούτε εγώ, είπε ο Θωμάς κι έσκυψε μέσα στή Φάτνη.
–Κι όμως, συνέχισε ο δάσκαλος, ο υμνογράφος τα κατέγραψε όλα. Για δειτε: Στη Γέννηση σου, Χριστέ, όλα τα κτίσματα έφεραν για Σένα δώρα: Οι αμέτρητοι άγγελοι Σου έψαλαν τον πιο υπέροχο ύμνο! Ο ουρανός Σου έδωσε το λαμπρό αστέρι, που ήρθε και στάθηκε πάνω από τή φάτνη Σου. Οι τρεις Μάγοι από την Ανατολή έφεραν για Σένα δώρα πλούσια και συμβολικά, χρυσό και λίβανο και σμύρνα. Οι ταπεινοί βοσκοί Σου πρόσφεραν το θαύμα που έζησαν εκεί στα βοσκοτόπια καί τώρα με θαυμασμό Σε προσκυνούν. Η γη Σου πρόσφερε ένα σπήλαιο, για να γεννηθείς. Η έρημος, αυτή η άγονη και φτωχή, Σου χάρισε μια φάτνη ζεστή. Και όλη η ἀνθρωπότητα μαζί Σου έδωσε το πιο πολύτιμο δώρο, μια μάνα Παναγία!

Κανείς δεν μιλούσε. Κοίταζαν όλοι εκστατικοί την εικόνα μέσα στη Φάτνη.
–Τα βλέπετε τώρα, παιδιά, τα δώρα; Κάθε κτίσμα πρόσφερε στον Χριστό ό,τι καλύτερο είχε. Υπάρχουν κάποιοι που νομίζουν ότι χριστουγεννιάτικο δώρο είναι το ακριβό παιχνίδι, το λαμπερό ρούχο, το μοντέρνο κόσμημα. Υπάρχουν μερικοί που περιμένουν να ζήσουν τα Χριστούγεννα ανάμεσα σε πολύχρωμα κουτιά δώρων. Όμως, πόσο λίγη αξία έχουν αυτά, μπροστά στα πραγματικά δώρα της καρδιάς! Αυτά ζητάει ο νεογέννητος Χριστός από ἐμάς. Θα τα βρείτε; Τι λέτε;
–Κύριε, μίλησε σε λίγο η Αναστασία, που είχε πάντα πρωτότυπες ιδέες, μπορείτε να μας δώσετε 10΄; Θέλουμε κάτι να συζητήσουμε.
–Ευχαρίστως, είπε ο δάσκαλος καί βγήκε από την αίθουσα.
Κανείς, ούτε ο Διευθυντής ούτε οι γονείς έμαθαν ποτέ τι συζητήθηκε σε κείνα τα 10΄. Όμως, λίγο πριν χτυπήσει το τελευταίο κουδούνι, είδαν οι μαθητές των μικρότερων τάξεων με έκπληξη άσπρα μικρά χαρτάκια σε σχήμα παπύρου στα πόδια του Χριστού μέσα στη Φάτνη.
«Συγγνώμη μέσα από την καρδιά μου. Ειρήνη»
«Αγάπη για όλους. Μαίρη»
«Φιλία αιώνια. Θάνος»
….
–Μα τι γίνεται σήμερα με τη ΣΤ΄; Δεν λένε να φύγουν από το σχολείο; απόρησε ο Διευθυντής, όταν τους είδε όλους μαζί να κάθονται χαρούμενοι στην αυλή και να γελάνε μονοιασμένοι κρατώντας τα δώρα τους.
Ν.Α.