Στην ησυχία της ερήμου, σε ένα ταπεινό σπήλαιο κοντά στη Λαύρα του Αγίου Σάββα των Ιεροσολύμων, ξεχωρίζει επιβλητική μια λευκασμένη από τα χρόνια μορφή ενός σεβάσμιου λευίτη. Το βλέμμα του καθάριο βυθίζεται στον ορίζοντα την ώρα ετούτη της δύσης του καυτερού ήλιου. Προσέυχεται; Αναπολεί, στοχάζεται και δοξολογεί τον επουράνιο Δωρεοδότη…
Ήταν, τότε, θυμάται, πολύ ευλογημένα τα πρώτα του χρόνια στη Δαμασκό της Συρίας. Τί τα έκανε τόσο αλησμόνητα; Σίγουρα όχι η μεγάλη κοινωνική θέση του πατέρα του Σεργίου, του πρωτοσυμβούλου στα ανάκτορα του Χαλίφη Αμπντ-ελ-Μαλέκ. Αλλά τί; Ναι, του πατέρα η βαθιά ευσέβεια, η στοργή, οι θυσίες… Η απερίγραπτη χαρά που δοκίμαζαν συχνά, όταν με λύτρα από τη μεγάλη τους περιουσία εξαγοράζονταν χριστιανοί αιχμάλωτοι των Σαρακηνών κι εφοδιάζονταν με τα αναγκαία για την επιβίωσή τους υλικά μέσα.
Και ύστερα, πόσο τον ευγνωμονεί τούτο τον εξαίρετο πατέρα, για το μοναδικό σε αξία «δώρο» που του χάρισε. Όταν η μητέρα, μετά το βάπτισμα του Ιωάννη, έφυγε για την άλλη ζωή, ο εύσπλαχνος Σέργιος Μανσούρ, υιοθέτησε ένα ορφανό παιδί, τον Κοσμά. Αδιάκριτη ήταν η αγάπη του πατέρα και στους δύο, η φροντίδα για την μόρφωση και τον σύνδεσμό τους με τον Χριστό. Για αυτό το σκοπό τους είχε εμπιστευθεί σε ένα σοφό δάσκαλο, στον σεμνό μοναχό Κοσμά τον οποίο εξαγόρασε από την αιχμαλωσία…
Σκύβει ο πρεσβύτης ιερομόναχος, μην μπορώντας να συγκρατήσει κάποια δάκρυα συγκίνησης, που υγραίνουν τις γεμάτες ουράνια χάρη κόγχες των ματιών. Μα και πάλι ανασηκώνει το βλέμμα…
Από τα τρυφερά της εφηβείας χρόνια ο σοφός διδάσκαλος Κοσμάς θεμελίωσε τις γνώσεις που αποθησαύριζαν στην ταπείνωση. Σε αυτή την αρετή που ο ίδιος ενσάρκωνε και που από την θέλξη της κάποτε άφησε την αγαπημένη οικογένεια του Σεργίου για να κρύψει την πολυτάλαντη φύση του στην μονή του Αγίου Σάββα Ιεροσολύμων. Εκεί όπου άφησε και την τελευταία του πνοή…
Πως έρχονται στην θύμησή εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Ο θάνατος του πατέρα, του «λογοθέτη» Στεργίου, η αναπόφευκτη διαδοχή του στο αξίωμα του πρωτοσυμβούλου, μετά από πίεση του νέου Χαλίφη Ουαλίδ Α´, με μόνο κέρδος το συμφέρον των αδικουμένων Χριστιανών, αλλά και η ώρα της σκληρής δοκιμασίας…
Δεν θα το πίστευε ο ασεβής αυτοκράτορας Λέων Γ´ ο Ίσαυρος, ο εικονομάχος, ότι στο απαγορευτικό διάταγμα για την προσκύνηση των αγίων εικόνων, θα αντέτασσε τόσο ισχυρά την γνώμη του ο Δαμασκηνός. Όμως η γνώμη αυτή, οι πύρινοι από το Άγιο Πνεύμα «λόγοι» του εκφράζουν την καθολική της Εκκλησίας συνείδηση:
–«Μὴ καινοτόμει, μηδὲ μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἃ ἔθεντο οἱ πατέρες σου»… «Οὐκ ἀνεξόμεθα νέαν πίστιν διδάσκεσθαι..».
Νικά, όπως πάντα, η Ορθοδοξία. Αναστηλώνονται οι άγιες εικόνες. Μπορεί ωστόσο να σβήσει από τη μνήμη του Αγίου Ιωάννη το προσωπικό του μαρτύριο; «Κύριέ μου», συλλογιέται, «ήταν βαριά η κατηγορία για προδοσία, ότι κακολογούσα στον Λέοντα Ίσαυρο τον χαλίφη Ουαλίδ. Σκέτη συκοφαντία, πράξη εκδίκησης του αυτοκράτορα, με αποτέλεσμα την αποκοπή του δεξιού μου χεριού. Και όμως η δεξιά Σου θεράπευσε τον ανάξιο δούλο Σου Ιωάννη. Η Υπεραγία Θεοτόκος, μπροστά στην εικόνα της οποίας ώρες προσευχήθηκα, συγκόλλησε τέλεια την αποκομμένη παλάμη. Τι κι αν μετάνιωσε έπειτα ο χαλίφης Ουαλίδ; Άλλο ήταν το δικό Σου σχέδιο. Και σε ακολούθησα, ελεύθερος πια από τα εγκόσμια αξιώματα, μοιράζοντας στους αδελφούς μου που αγάπησα και υπηρέτησα όλα τα υπάρχοντά μου. Σε ακολουθήσαμε μαζί με τον υμνωδό αδερφό μου Κοσμά, εδώ, στην Λαύρα του Αγίου Σάββα, στην Αγία Γη που εσύ πρωτοπερπάτησες…»
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σκύβει πάλι και απορροφάται σε προσευχή απροσμέτρητης ευγνωμοσύνης και δοξολογίας. Κάπου-κάπου σταματά, ξεχύνοντας μελωδικούς ύμνους στον Κύριο Ιησού, την πρώτη της καρδιάς του αγάπη και στην Υπερευλογημένη Θεοτόκο, την Προστάτιδά του, που δεν χορταίνει να γράφει εγκώμια και ποιήματα για το μεγαλείο Της.
Με τη δική Της εύνοια άρχισε να γράφει σε τούτο τον τελευταίο σταθμό της επίγειες ζωής του όλο τον θησαυρό της ιερής υμνολογίας που μας άφησε.
Έκρυβε ταπεινά και αυτόν τον πλούτο «η χάρις της Δαμασκού», όπως επιτυχημένα τον ονόμασαν. Μελωδικοί κανόνες μεγάλων εορτών, όπως της Αναστάσεως («Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν, λαοί…»), του Ευαγγελισμού («Ἀνοίξω τὸ στόμα μου..») είναι πνοή από την αύρα του Πνεύματος που σκήνωσε στην ταπεινή καρδιά του. Στο πνευματοκίνητο χέρι του οφείλει η Εκκλησία μας τους ύμνους του Εσπερινού και του Όρθρου των Κυριακών («Οκτώηχος»), το προοίμιο του Ακαθίστου Ύμνου («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς…»), κατανυκτικά τροπάρια («Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…») και τόσα άλλα θεία μελωδήματα («Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς Σὲ ἀνατίθημι…», «Τὴν ἄχραντον εἰκόνα Σου προσκυνοῦμεν, Ἀγαθέ…») που ο ίδιος συχνά συνέθεσε και μελοποίησε.
Καθώς τα ψάλλουμε, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ίσως αγνοούμε τον αφανή υμνωδό και θεμελιωτή της Βυζαντινής μας Μουσικής, τον μεγάλο και πολυγραφότατο Θεολόγο, που η Εκκλησία αναγνώρισε ως Οικουμενικό διδάσκαλο, τον αντιαιρετικό μαχητή και συγγραφέα.
Ο κοινωνικός πατέρας, το καλλικέλαδο αηδόνι της ερήμου, ο όσιος ασκητής Ιωάννης ο Δαμασκηνός, έφυγε για τον ουρανό «ἐν εἰρήνῃ καὶ γήρᾳ βαθεῖ» στις 4 Δεκεμβρίου του 756 μ.Χ.
Άφησε το ταπεινό σπήλαιο, την επίγεια κατοικία του, για να συναντήσει αυτόν που «ἐν Σπηλαίῳ» γεννήθηκε, τον Σωτήρα του κόσμου που ποθούσε συνεχώς και υμνούσε με τον Χριστουγεννιάτικό του κανόνα («Ἔσωσε λαὸν θαυματουργῶν Δεσπότης…»).
Τώρα που υμνείς με την αγγελική χορεία, Άγιε ποιητή, τον Ποιητή Σου, ικέτευε να γίνουμε κι εμείς ταπεινοί αναζητητές της Χάριτος που σ᾽ αιχμαλώτισε στη Δαμασκό…