Πάρος, Μάιος του 1944.
Η κατοχική καταχνιά κάθεται βαριά πάνω στο όμορφο νησί, όπως και σ’ όλη την Ελλάδα… Μαύρη είδηση την κάνει ακόμα πιο βαριά.
Εκατον είκοσι πέντε νέοι από τα χωριά Τσιμπίδο, Δραγουλά και Μάρμαρα πρέπει να παραδοθούν για να εκτελεστούν από τους κατακτητές, σε αντίποινα για το φόνο δύο Γερμανών και ένα τραυματισμό… Φοβερή αντιστοιχία!
«Θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς…» σ’ ολόκληρο το νησί…
Ο Γέροντας της Λογγοβάρδας, ο αγιασμενος π. Φιλόθεος Ζερβάκος, και οι προύχοντες αγωνιούν και προσεύχονται. Δεν πρέπει να θανατωθούν τα παλληκάρια του νησιού… Αποφασίζουν να επισκεφθούν τον Γερμανό Διοικητή, Graf (Count) von Merenberg… Όμως, ο φιλέλληνας φρούραρχος υπολοχαγός Ζάσσε τους συμβουλεύει διαφορετικά:
–Και εγώ τον παρακάλεσα… αλλά εκείνος με απείλησε πως όποιος τολμήσει να γίνει μεσίτης θα τον τιμωρήσει παραδειγματικά…
–Τότε; ρωτά ο Γέροντας.
–Να τον καλέσετε στη Μονή, να τον περιποιηθείτε και να του μιλήσετε για τους καταδικασμενους… τότε ίσως δεχθεί τη μεσιτεία.
Ο Άγιος δεν χάνει καιρό. Αποφασίζει να προσκαλέσει στο Μοναστήρι τον αμετάπειστο Γκραφ φον Μερενμπέργκ. Εκείνος δέχεται. Δηλώνει πως την Κυριακή 23 Ιουλίου θα είναι εκεί.
* * *
Κυριακή, ώρα 8.00 π.μ. Άγριος, απότομος, στυγνός, προκλητικός φτάνει ο Γερμανός στο μοναστήρι με συνοδεία έξι αξιωματικών και στρατιωτών. Ο άγιος Γέροντας τον υποδέχεται, του καλομιλάει, τον ξεναγεί, του παραθέτει πλούσια τράπεζα με προϊόντα της Μονής, δε φεύγει στιγμή από κοντά του. Η θερμή φιλοξενία, η ευγένεια η πειθαρχημένη ασκητική ζωή των μοναχών, η εργατικότητα, η καλοσύνη τους και η ήρεμη γαλήνη του μοναστηριού εντυπωσιάζουν τον Διοικητή. Μαλακώνει σιγά-σιγά… Χαλαρώνει, γίνεται πιο προσιτός, πιο ανθρώπινος… Έκπληκτος ο Γέροντας τον ακούει να του λέει:
–Θα ήθελα να ακούσω και μια λειτουργία!…
–Λειτουργία αυτή την ώρα δεν έχουμε εμείς. Στον Εσπερινό όμως ευχαρίστως.
Στον Εσπερινό παρόντες και οι εφτά επισκέπτες. Παρόντες και στην Παράκληση με την οποία συνεχίζουν οι μοναχοί να δέονται στην Παναγία για την σωτηρία των μελλοθάνατων παλληκαριών!
* * *
Ήρθε η ώρα να φύγουν. Μα πριν ανοίξει το στόμα του ο Γέροντας να παρακαλέσει, ακούει τον Γερμανό να τον προτρέπει να του ζητήσει μία χάρη!
Χάρη; Μα υπάρχει όποια άλλη χάρη; Γι’ αυτή δεν παρακαλεί όλο το νησί;
* * *
Θέλει να μείνει μόνος με τον Διοικητή και τον διερμηνέα μοναχό. Τον ευχαριστεί ειλικριάα και ύστερα με θαρρος και παρρησία του ζητά να υποσχεθεί ότι θα πραγματοποιήσει τη χάρη που θέλει.
Εκείνος δίνει το δεξί του χέρι…
–Θέλω να χαρίσετε τη ζωή σ’ αὐτους που, χωρίς να φταίνε, καταδικάστηκαν σε θανατο, άρθρωσε αργά ο Πατέρας…
–Ζητήστε κάτι άλλο! Έχω διαταγές. Αν δεν εκτελέσω, θα εκτελεστώ, αντιτείνει ο Γερμανός.
–Μου το υποσχεθήκατε, επιμένει ο Γέροντας.
Ο Διοικητής αρνείται… Σιωπή… και ακούγεται η φωνή του Γέροντα:
–Τότε να συμπεριλάβετε και μένα στους εκατον είκοσι πέντε. Αυτό θα το θεωρήσω μεγάλη χάρη.
Ο Διοικητής νικημένος προτείνει το χέρι και αφήνεται στο θαύμα…
–Σου τους χαρίζω!… είπε αποφασιστικά.
π.
(Οι πληροφορίες από το βιβλίο «Αγίου Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου, Απομνημονεύματα, έκδοσις Ιερού Ησυχαστηρίου Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Θαψανών Πάρου, ΠΑΡΟΣ 2012)