Οι ψυχές όλων μας είναι ακόμη γεμάτες από όσα ακούσαμε και ζήσαμε!… Ο νους και η καρδιά μας είναι ακόμη εκεί, στα μέρη που συναντηθήκαμε! Και όλες σκεφτόμαστε “Να ήμασταν ακόμη όλες μαζί και να ακούμε για την άπειρη αγάπη του Φιλάνθρωπου Θεού μας”…

“Ο Χριστός κάθεται στο πηγάδι κουρασμένος, διψασμένος και κάποια στιγμή έρχεται αυτή η γυναίκα, αμαρτωλή γυναίκα, και ο Χριστός είναι καθισμένος κι αυτή είναι όρθια. Κι ο Χριστός σηκώνει τα μάτια Του, όπως ένας καθισμένος σ’ έναν όρθιο και της λέει «Δος μου να πιω». Γιατί ζητάς, Κύριε; Γιατί ζητάς; Θεός είσαι, δεν μπορείς να ικανοποιήσεις την δίψα Σου; […] Σηκώνει τα μάτια Του και λέει «Σε παρακαλώ, δος μου να πιω. Διψάω» . Ένας Θεός που ζητάει, ένας Θεός που επαιτεί, ένας Θεός επαίτης. Ζητάει, διψάει και ζητάει από μας, απ’  την αμαρτωλή γυναίκα, απ’  τους αμαρτωλούς, ζητάει να Του ικανοποιήσουμε μια ανάγκη. Λες και δεν είν’  Αυτός ο μόνος δυνατός και ο μόνος ανενδεής. Δεν έχει καμιά ανάγκη. Τι ανάγκη έχει ο Θεός; Ζητάει από μας να Του ικανοποιήσουμε την ανάγκη Του;  Τι ζητάει από μας ο Θεός; Διψάει, διψάει και μάς ζητάει «δος μου, δος μου να πιω.» Τι; Τι θέλει να Του δώσουμε; Τι ζητάει από μας; Τη σωτηρία μας ζητάει. Αυτό θα Του ικανοποιήσει τη δίψα Του. Αυτή είναι η δίψα Του. […] Έχουμε έναν Θεό επαίτη. Ζητάει να σωθούμε. Και σηκώνει τα χέρια Του. Πώς ένας ζητιάνος σηκώνει τα χέρια και λέει «σε παρακαλώ δος μου, δος μου». Ο ζητιάνος ζητάει για τον εαυτό του. Ο Θεός μας για τον εαυτό Του ζητάει; Τι να μας κάνει, παιδιά, ο Θεός; Τι να μας κάνει; Μας έχει ανάγκη; Κι όμως ζητάει. «Δος μου». […] Όταν τα σκέφτεσαι όλ’  αυτά πώς να μη λιώνεις από ευγνωμοσύνη απέναντι σ’  έναν τέτοιο Θεό;  […] «Μπράβο σου Χριστέ», λέει ο άγιος Δαμασκηνός. «Τι να Σου ανταποδώσουμε για όλ’  αυτά εμείς οι φτωχοί;  Όλα δικά Σου είναι. Και από εμάς δε ζητάς τίποτε άλλο παρά το να σωθούμε, τη στιγμή που και αυτό Εσύ μας το δίνεις. Και όταν το παίρνουμε, μας ευγνωμονείς κιόλας από ανέκφραστη αγάπη».”

(από την εισήγηση του αρχ. π. Αποστόλου Τσολάκη στη Β΄ Πανελλήνια Συνάντηση Χ.Α. Λυκείου)