Ξυπνήστε, νύχτωσε… έγραψε κάποιος στον τοίχο του απέναντι σπιτιού. Αν και κακογραμμένο και μισοσβησμένο, του άρεσε. Το έστειλε στο viber συμπληρώνοντας: «Τα λέμε στις 11 στο μετρό…». Έπεσε για ύπνο. Ξύπνησε, όταν νύχτωσε. Ετοιμάστηκε και χαιρέτησε: «Μάνα, φεύγω, τα λέμε αύριο πρωί. Ξύπνα με στις 12, στη 1 μ.μ. έχω φροντιστήριο».
–Πού πας, παιδάκι μου, τέτοιαν ώρα;
–Τι έχει η ώρα; Θα βγούμε μια βόλτα με τα παιδιά, τον Θάνο… τον Νίκο…
–Γιατί δεν κανονίζατε πιο νωρίς;
–Τέτοια ώρα βγαίνουν όλοι.
–Μην αργήσεις… σε παρακαλώ, παιδί μου.
Έτσι είπε η μάνα και αστραπιαία ο νους της γύρισε λίγα χρόνια πίσω. Ήταν τότε που ο μικρός της Αυγουστής μόλις σουρούπωνε, άφηνε το παιχνίδι στη γειτονιά κι έτρεχε να χωθεί στην αγκαλιά της.
Λένε πως «τα παιδιά φοβούνται το σκοτάδι κι οι μεγάλοι το φως». Γιατί άραγε; αναρωτιόταν η μάνα. Ένιωσε να τρέμει η καρδιά της και να θολώνουν τα μάτια της. Γονάτισε… και άρχισε να μιλά στην Παναγία Μάνα όλων των παιδιών και σε μια άλλη μάνα, τη Μόνικα, που για 18 χρόνια με δάκρυα προσευχόταν για τον Αυγουστίνο της.
Ο Αυγουστίνος που ζούσε στη Β. Αφρική 17 αιώνες πριν [1], σπούδασε με επιτυχία φιλοσοφία και ρητορική. Έγινε και καθηγητής στα Μεδιόλανα [2]. Πίστευε στον Χριστό, δεν αγωνιζόταν όμως να Τον ακολουθήσει. Βάδιζε στα αγκαθερά κι αδιέξοδα μονοπάτια της αμαρτίας, μέχρι που βρήκε τον οδηγό του στην οδό του Κυρίου.
Ήταν ο Επίσκοπος Αμβρόσιος. Εκτίμησε βαθιά το πρόσωπό του. Σαγηνεύτηκε από τον λόγο του κι έγινε κατηχούμενος. Δεν αποφάσιζε όμως να βαπτισθεί. Προβληματισμένος και δίβουλος, καθόταν κάποια μέρα στον κήπο τους, όταν άκουσε μια φωνή: «πάρε και διάβασε». Μπροστά του υπήρχε ένας πάπυρος με τις επιστολές του αποστόλου Παύλου. Το βλέμμα του έπεσε στους στίχους της προς Ρωμαίους [3] που έγραφαν: «προχώρησε η ζωή αυτή που μοιάζει με νύχτα και πλησιάζει η ημέρα της άλλης ζωής. Ας αποθέσουμε τα έργα της αμαρτίας, που γίνονται στο σκοτάδι, κι ας ντυθούμε σαν άλλα όπλα τα έργα της αρετής». Αυτό ήταν. Δεν θέλησε να διαβάσει περισσότερο, όπως περιγράφει ο ίδιος. Ένα φως πλημμύρισε την ψυχή του, που σκόρπισε όλα τα σκοτάδια της αμφιβολίας. Λίγους μήνες αργότερα, δέχθηκε το άγιο Βάπτισμα και αφοσιώθηκε στη μελέτη και την προσευχή. Αργότερα χειροτονήθηκε και βάδισε το φωτεινό, ανηφορικό μονοπάτι της αγιότητας. Ο ιερός Αυγουστίνος [4], το παιδί των δακρύων της Αγίας μητέρας του Μόνικας [5]…
*****
Ξαφνικά, άκουσε το κλειδί στην πόρτα. Ήρθε το παιδί;
–Γύρισα… Είπα να κάνω μια βόλτα και… με τις προσευχές σου… μου χάλασες την παρέα… με γύρισες πίσω νωρίς, όπως το ήθελες, είπε μόνο, και κλείστηκε στο δωμάτιό του.
Ξυπνήστε, νύχτωσε… του ’ρθε στον νου η εικόνα του τοίχου πρώτα κι ύστερα της γονατιστής μάνας του.
Η νύχτα προχώρησε…
Ξύπνιος ο Αυγουστής σκεπτόταν.
Όσα πριν λίγο του θόλωναν το μυαλό… άρχιζε να τα βλέπει αλλιώς… Πλησίαζε η μέρα… ναι, το ήθελε, το ήθελε πολύ να ναι αλλιώτικη.
Μ.
Περιοδικό «Προς τη ΝΙΚΗ», Ιούνιος 2021
[1] 4ος αιώνας μ.Χ.
[2] Μιλάνο της Ιταλίας
[3] Ρωμ. ιγ’ 12-13
[4] Η μνήμη του 15 Ιουνίου
[5] Η μνήμη της 4 Μαΐου