Ο Άγιος Σάββας έζησε στο δεύτερο μισό του 12ου μ.Χ. αιώνος και στο πρώτο του 13ου. Ήταν γόνος βασιλικής οικογένειας, δευτερότοκος γιός του βασιλέως της Σερβίας Συμεών. Από τη γέννησή του ζούσε στην κοσμική και πολυτελή ατμόσφαιρα των βασιλικών ανακτόρων και απολάμβανε τίς εκεί τιμές και τη δόξα. Κατά περίεργο όμως τρόπο όλα αυτά δεν του γέμιζαν την ψυχή. Από την πρώτη του ηλικία σε άλλα αναπαυόταν. Αγαπούσε την πτωχεία, την απλότητα. Ήταν σεμνός και απλός. Είχε στραμμένους τους πόθους του στον Θεό και στη ζωή της πίστεως και της αρετής. Επιθυμούσε και περίμενε κάτι ανώτερο στη ζωή του. Και ὁ Θεός, που θαυμαστώς του ενέβαλε τους πόθους αυτούς, θαυματουργικός και θα τους εκπληρώσει. Κάποτε, όταν ὁ Σάββας ήταν σε ηλικία 17 ετών, επισκέφθηκαν την Σερβία κάποιοι μοναχοί του Αγίου Όρους. Η εμφάνισή τους, η αναστροφή τους, οι λόγοι τους, η όλη συμπεριφορά τους, έλκυσαν την προσοχή και το ενδιαφέρον του νεαρού βασιλικού γόνου. Κι αυτός πόθησε να τους γνωρίσει καλύτερα. Γι’ αυτό και με πολύ συστολή ζήτησε από τον βασιλέα πατέρα του την άδεια να επισκεφθεί μαζί τους το Άγιον Όρος. Κι όταν κατά θεία έμπνευση του δόθηκε η άδεια, περιχαρής έφθασε στον Άθωνα κι έμεινε εκστατικός! Φυσικό περιβάλλον, ιερές Ακολουθίες, απλότητα και πτωχεία, ιεροπρεπής αναστροφή, διακονήματα διάφορα, και μάλιστα η ευωδία της αγιότητος του έδωσαν την αίσθηση οτι βρίσκεται στον επίγειο παράδεισο. Εκείνο που επιθυμούσε η ψυχή του το βρήκε πολλαπλάσιο.
Πως όμως τώρα να ζητήσει από τον βασιλέα πατέρα του νέα άδεια να παραμείνει μόνιμα πλέον στο Όρος ; Υψώνει τα χέρια του ικετευτικά στον Ουράνιο Πατέρα και μαζί του όλοι οι μοναχοί. Και το θαύμα γίνεται! Παρά τον πόθο πού είχε ὁ βασιλεύς πατέρας να έχει το ευγενικό και ενάρετο βασιλόπουλο κοντά του, δέχεται και ακολουθεί την κλήση του Βασιλέως Χριστού. Χωρίς να δώσει προσοχή στις αντίθετες κρίσεις των υπηκόων του, πιστός και ο ίδιος, κουρασμένος από την ψεύτικη δόξα του αξιώματος, δίνει ευχαρίστως την άδεια. Η χαρά στο Όρος είναι ανεκλάλητη. Σάββας και μοναχοί δοξολογούν τον Θεό και με συγκίνηση επιτελούν την μοναχική κουρά και κατατάσσουν τον νέο μοναχό στην Ιερά Μονή του Βατοπεδίου. Να υπενθυμίσουμε στο σημείο αυτό τον σχετικό και θαυμάσιο λόγο του ιερου Χρυσοστόμου: «Σύγκρισις βασιλέως πρός μοναχόν», στον οποίο συγκρίνει το βασιλικό αξίωμα με τη μοναχική ιδιότητα, και αποδεικνύει την μοναχική κλήση και τον μοναχό ανώτερο σέ όλα. Έτσι άλλωστε το αισθανόταν και ο Άγιος Σάββας. Υπάρχει όμως και η άλλη ευλογημένη συνέχεια. Ο βασιλεύς Συμεών, κουρασμένος κι αυτός από την πολυτέλεια και τη χλιδή, αλλά και από την ευθύνη των βασιλικών καθηκόντων, μετά τον θάνατο της βασίλισσας συζύγου του Άννας και αφού αντιλήφθηκε ότι ο πρωτότοκος γιός του Στέφανος είναι ικανός να αναλάβει πλέον τα βασιλικά καθήκοντα, εγκαταλείπει τα ανάκτορα και ελεύθερος, «ἀγαλλομένῳ ποδί», με πόθους ιερούς πορεύεται να συναντήσει τον γιό του Σάββα στο Βατοπέδι. Έτσι, πατέρας και γιός, βασιλεύς και βασιλόπουλο, συναντιούνται ως μοναχοί στην Ιερά Μονή, ευφραινόμενοι στη μοναχική πολιτεία. Αλλά ήταν φυσικό· το βασιλικό παράδειγμα ακολούθησαν πολλοί ορθόδοξοι Σέρβοι, οι οποίοι έσπευσαν στο Άγιον Όρος. Τότε ακριβώς ιδρύθηκε και η γνωστή Ιερά Μονή Χιλανδαρίου, εξολοκλήρου σερβική Μονή, με ιδρυτή τον Άγιο Σάββα. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή και ὁ βασιλεύς Συμεών.
Ήταν τότε εποχή, κατά την οποία την Κωνσταντινούπολη κατείχαν οι Φράγκοι. Γι’ αυτό και ο αυτοκράτωρας Θεόδωρος Λάσκαρης και ο Πατριάρχης είχαν εγκατασταθεί στη Νίκαια. Εκεί εστάλη κάποτε ο Σάββας για την τακτοποίηση κάποιων υποθέσεων της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου. Εκεί τον θαύμασαν τόσο ο αυτοκράτωρας όσο και ο πατριάρχης, καθώς έβλεπαν την φωτεινή του προσωπικότητα. Η βασιλική καταγωγή του, η μόρφωσή του, η αρετή του και τα διάφορα άλλα θαυμαστά προσόντα του έλκυσαν την προσοχή τους και του πρότειναν και τον πειθανάγκασαν να δεχθεί το αξίωμα του Αρχιεπισκόπου Σερβίας. Ωραία το σημειώνει ο βιογράφος του. Οι Σέρβοι τον υποδέχθηκαν με απερίγραπτη χαρά, έχοντας καύχημα, ότι ο Θεός τους πρόσφερε τον βλαστό της Σερβικής βασιλείας, ως ιερό τους ποιμενάρχη, στολισμένο με όλα τα αρχιερατικά προσόντα. Ναι, ήταν αφιλοχρήματος, ελεήμων, συμπαθής, ζηλωτής, κήρυκας του θείου λόγου, ακούραστος σε κάθε αρχιερατικό καθήκον που του ζητούσε ο Αρχιποιμήν Κύριος και Θεός του. Διάκονος των Χριστιανών, ποιμήν και πατήρ!
Αλλά το τέλος της ζωής του έφθασε. Ο Θεός θα αναπαύσει τον τίμιο εργάτη Του και θα του αποδώσει τον δίκαιο έπαινο και μισθό. Εάν στο τέλος της ζωής του θα ήθελε να κάνει τον απολογισμό του, θα διαπίστωνε πόσο τον ευεργέτησε ο Θεός. Τον οδήγησε από τα κοσμικά ανάκτορα και του χάρισε την ιερή τιμή της μοναχικής κλήσεως και έπειτα της αρχιερωσύνης. Και απ’ αυτήν τον οδηγεί στη δόξα του Παραδείσου. Μ’ αυτές τις σκέψεις της ευγνωμοσύνης ο όσιος Σάββας, ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος της Σερβίας, έκλεισε τα μάτια του στη γη, για να τους ανοίξει στα αγαθά, «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α΄ Κορ. β΄ 9). Για να εύχεται εκεί αιωνίως για το ευλογημένο ποίμνιό του, το οποίο κατά καιρούς τόσο πολύ δοκιμάζεται από τους κακοδόξους και απίστους.
Ο Άγιος Σάββας, αφού εργάσθηκε κατά Θεόν, κοιμήθηκε με ειρήνη στο Τύρνοβο το έτος 1236.
Από το βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες» του Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη