Απαντούμε στις ερωτήσεις που εκκρεμούν από την εκπομπή της περασμένης Κυριακής!
Ο Θωμάς τελικά ψηλάφησε τον Κύριο ή βλέποντας τις πληγές και ακούγοντας τα λόγια του Κυρίου πίστεψε;
Είναι αρκετά πιθανό ο Θωμάς να μην προέβη σε ψηλάφηση του Σώματος του Κυρίου, παρότι ο Κύριος τον κάλεσε να πραγματοποιήσει ό,τι είχε ζητήσει. Μάλλον όσα είδε και άκουσε εκείνη τη στιγμή ο Απόστολος δημιούργησαν μέσα του τόσο ακράδαντη πεποίθηση για την Ανάσταση, ώστε δε θεώρησε πλέον απαραίτητη την ψηλάφηση.
Δεν είναι δικαιολογημένος σε ένα βαθμό ο απόστολος Θωμάς, με την έννοια πως ήθελε να δει με τις φυσικές αισθήσεις του τον Χριστό;
Οι επανειλημμένες προρρήσεις του Κυρίου για την Ανάστασή Του και οι έντονες διαβεβαιώσεις αξιόπιστων μαρτύρων, κυρίως των Συμμαθητών του, ήταν στοιχεία ικανά να θεμελιώσουν την πίστη του Θωμά. Ασφαλώς όμως υπάρχουν όντως και στοιχεία που μπορούν σε κάποιο βαθμό να δικαιολογήσουν τη δυσπιστία του, όπως η τάση προς ορθολογισμό που τον διέκρινε, η απογοήτευση που είχε κυριεύσει όλους και το κλίμα φόβου των ημερών εκείνων. Γι’ αυτό ο Αναστάς όταν του εμφανίστηκε τον ήλεγξε μεν, αλλά πολύ απαλά: «…καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Μην ξεχνούμε ότι αρχικά όλοι οι Απόστολοι δυσπίστησαν στο αναστάσιμο μήνυμα που μετέφεραν οι μυροφόρες Μαθήτριες.
Εξάλλου όλοι οι Απόστολοι προορίζονταν να γίνουν αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες του Αναστάντος, ώστε με τη μαρτυρία τους να στερεώνουν όλους εμάς, τους «μὴ ἰδόντας καὶ πιστεύσαντας». Μάλιστα ο Κύριος αξιοποίησε την αδυναμία του Θωμά, προκειμένου με την τελική θετική της έκβαση να ενισχύσει στην πίστη τους δύσπιστους όλων των εποχών. Γι’ αυτό στην υμνολογία μας (στα στιχηρά του Εσπερινού) φθάνουμε στο σημείο να αναφωνούμε με μια έξαρση ποιητική: «Ὦ καλὴ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ!».
Είναι κακό να δυσπιστώ ακόμη και σε θέματα πίστεως, με στόχο να βρω την πραγματική αλήθεια; Μπορώ να αμφισβητώ τον Θεό για να μου “αποκαλυφθεί” τελικά ή αυτό δεν είναι μια σωστή τακτική;
Οι καλόπιστοι και ταπεινοί αναζητητές της Αληθείας δεν πρόκειται να χαθούν στο σκοτάδι. Η Πρόνοια του Θεού θα τους δώσει αρκετές ευκαιρίες για να βρουν το Φως και να σωθούν. Πάντως δεν είναι καλό να δυσπιστούμε επίτηδες, για να δεχθούμε κάποιο φανέρωμα του Θεού, ιδιαίτερα για θέματα πίστεως που είναι κατοχυρωμένα στη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, διότι έτσι βάζουμε σε δοκιμασία την αγάπη του Θεού. Ας θυμηθούμε πώς απάντησε ο Κύριος στο δεύτερο πειρασμό Του στην έρημο: «Οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου» (Ματθ. δ΄ 7). Με μια τέτοια τακτική κινδυνεύουμε να πλανηθούμε από «φανερώματα» του πονηρού.
Για μας που γνωρίζουμε το μεγάλο θαύμα της Εκκλησίας 2.000 χρόνια τώρα και κατέχουμε τις Άγιες Γραφές, δεν είναι απαραίτητη η εκζήτηση άλλου θαύματος. Σύμφωνα με τη διαβεβαίωση του δικαίου Αβραάμ στην Παραβολή του πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου,«εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται» (Λουκ. ιστ΄ 31). Μπορούμε όμως για τα επιμέρους θέματα με ασφάλεια να μελετούμε, να ερωτούμε τους ειδήμονες και, το σπουδαιότερο, να προσευχόμαστε και να καθαρίζουμε την ψυχή μας. Και τότε, αργά ή γρήγορα, η Αλήθεια θα αποκαλυφθεί μέσα στην καρδιά μας.
Το θέμα της ενδυμασίας (κυρίως για τις κοπέλες) αποτελεί τρόπο ομολογίας της πίστης μας;
Συνήθως υπάρχει αντιστοιχία και αλληλεπίδραση μεταξύ εσωτερικού περιεχομένου και εξωτερικής εμφάνισης. Σήμερα μάλιστα που η αποστασία από το θέλημα του Θεού έχει οδηγήσει τη μόδα σε εξαλλοσύνες, η σεμνή εμφάνιση των χριστιανών νέων (και των μεγαλυτέρων) είναι τρόπος ομολογίας.
Πρέπει απροϋπόθετα να πιστεύουμε σε όσα μας λέει η Εκκλησία;
Η «μία , ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία», δηλαδή η Ορθόδοξη Εκκλησία στην οποία ανήκουμε, είναι «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. γ΄ 15). Διασώζει ανόθευτη την αλήθεια που μας παρέδωσε ο Χριστός και οι Απόστολοι. Το Άγιο Πνεύμα που ίδρυσε την Εκκλησία την καθοδηγεί «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ιω. ιστ΄ 13). Για τη διαφύλαξη αυτής της σωτηριώδους Αληθείας εκχύθηκαν ποταμοί μαρτυρικών αιμάτων. Οπότε αξίζει να εμπιστευθούμε απόλυτα την Αγία Γραφή και την Αποστολική Παράδοση, όπως μας τις διέσωσε και όπως τις ερμηνεύει αυθεντικά η Εκκλησία μας.
Χρειάζεται βέβαια προσοχή για να διακρίνουμε κάθε φορά τη διδασκαλία της Εκκλησία από την πλάνη και την αίρεση. Μακριά από ψευδοδιδασκάλους, που εργάζονται με κοσμικό πνεύμα, εγωιστικά και συμφεροντολογικά«πλανῶντες καὶ πλανώμενοι» (Β΄ Τιμ. γ΄ 13), κάτω από την καθοδήγηση διακριτικών πνευματικών πατέρων, που εμφορούνται από την Παράδοση της Εκκλησίας, μπορούμε να βαδίζουμε με ασφάλεια στο δρόμο της σωτηρίας.
(Διαβάστε και την απάντηση στην ερώτηση 3).
Είναι κακό να ψάχνω τι πιστεύουν οι αλλόθρησκοι για κάποια θέματα από περιέργεια;
Η Ορθόδοξη πίστη μας δεν έχει τίποτε να φοβηθεί από τις διάφορες θρησκείες του κόσμου. Οι Πατέρες της Εκκλησίας και διάφοροι εκκλησιαστικοί συγγραφείς έχουν κατά καιρούς επιχειρήσει τέτοιες συγκριτικές μελέτες, κυρίως για σκοπούς απολογητικούς.Αλλά για κάποιον αρχάριο στην πίστη και την πνευματική ζωή αυτή η ενασχόληση μπορεί να αποβεί επικίνδυνη και να οδηγήσει σε σχετικοποίηση της πίστεως (όλα είναι σχετικά, δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια, όλες οι θρησκείες είναι το ίδιο, κάθε θρησκεία κατέχει ένα μέρος της αλήθειας). Οπότε η μελέτη των θρησκειών είναι ασφαλέστερο να γίνεται κατόπιν ευλογίας του πνευματικού.
Για μας είναι ξεκάθαρο ότι η πίστη μας είναι Αποκάλυψη Θεού, ενώ οι διάφορες θρησκείες του κόσμου αποτελούν απέλπιδες αποτυχημένες προσπάθειες του ανθρώπου να βρει τον Θεό. Το πνεύμα της Νέας Εποχής προωθεί σήμερα την παγκοσμιοποίηση και σε θρησκευτικό επίπεδο με τη μορφή της πανθρησκείας. Τα προγράμματα που εφαρμόστηκαν τελευταία για το μάθημα των Θρησκευτικών στα Σχολεία ήταν δομημένα με έναν τέτοιο πανθρησκειακό προσανατολισμό, που προκαλούσε σύγχυση στο νου των μαθητών.
Ποια πρέπει να είναι η στάση μας στους σύγχρονους “Θωμάδες” (απίστους ή και δύσπιστους);
Μακάρι να υπάρχουν σήμερα πολλοί «Θωμάδες» σαν τον απόστολο Θωμά, με καλή διάθεση και φλογερή καρδιά. Αυτούς, που συχνά διακατέχονται από άγνοια, έχουμε χρέος να τους βοηθήσουμε, συζητώντας μαζί τους, εφόσον βέβαια έχουμε σχετική γνώση και βιωματική εμπειρία. Είναι πολύ βοηθητικό να τους εφοδιάζουμε με κατάλληλα έγκυρα βιβλία, να τους παραπέμπουμε σε πιο καταρτισμένους από εμάς, δηλ. σε κατηχητές, θεολόγους, πνευματικούς, να τους οδηγούμε σε ιερά προσκυνήματα και στις Ακολουθίες της Εκκλησίας, όπου η ψυχή δέχεται τη θεία Χάρη και ενισχύεται η πίστη του ανθρώπου.
Δυστυχώς υπάρχει και η κατηγορία των απίστων, που δεν αναζητούν με ειλικρίνεια την αλήθεια, αλλά περιφέρουν με αλαζονεία τις θεωρίες τους και εμπαίζουν τα ιερά και τα όσια, προβάλλοντας την απιστία τους ως προκάλυμμα των παθών τους. Όταν διαπιστώνουμε τέτοιου είδους χαρακτηριστικά στους συνομιλητές μας, ας μην ανοιγόμαστε σε ατέρμονες συζητήσεις μαζί τους, που φθείρουν και δεν οδηγούν πουθενά.
Γενικότερα χρειάζεται σήμερα ομολογιακό φρόνημα, για να κοινοποιούμε γύρω μας με θάρρος και παρρησία το θησαυρό της Ορθοδόξου πίστεως. Μακριά από μας η δειλία και η νοοτροπία του κρυπτοχριστιανού. Πάντοτε βέβαια με αγάπη και διάκριση, με πραότητα και σεβασμό στην ελευθερία των συνανθρώπων μας, με προσευχή για να ανοίξουν οι πνευματικές αισθήσεις όλων μας στα ουράνια μηνύματα.
Δηλαδή να δίνουμε βάση στις προσωπικές μεταφυσικές εμπειρίες μας; Οι μουσουλμάνοι π.χ. νιώθουν να λούζονται με πράσινο φως (ιερό χρώμα).
Η Εκκλησία μας στέκεται με ιδιαίτερη επιφύλαξη απέναντι στις λεγόμενες «μεταφυσικές εμπειρίες», ακόμη και σ’ εκείνες που αφορούν στο δικό της χώρο, στα μέλη της. Ελάχιστες από τις οπτασίες, τα όνειρα και τα παράδοξα ακούσματα προέρχονται από τον Θεό. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία τέτοιες εμπειρίες αναδύονται από το υποσυνείδητο ή οφείλονται σε επήρεια του πονηρού. Συχνά σχετίζονται με ψυχοπαθολογικές καταστάσεις παραισθήσεων, αυθυποβολής ή παραληρήματος. Πολλοί έχουν πλανηθεί από το περιεχόμενο τέτοιων ψεύτικων «αποκαλύψεων», γι’ αυτό είναι ανάγκη οι «μεταφυσικές εμπειρίες» να αντιπαραβάλλονται με τη συλλογική εμπειρία της Εκκλησίας και κυρίως των Αγίων και να ελέγχονται από έμπειρο πνευματικό, στον οποίο πάντοτε πρέπει να ανακοινώνονται. Κριτήρια γνησιότητας αποτελούν αθροιστικά η πνευματική κατάσταση του ανθρώπου, το ταπεινό φρόνημα, η αγάπη και η πνευματική χαρά που ενδεχομένως απομένει στην ψυχή, η συμφωνία με τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, η επανάληψη με τον ίδιο ή άλλον τρόπο και άλλα.
Προφανώς ακόμη περισσότερη επιφύλαξη χρειάζεται για εμπειρίες στο χώρο των αιρέσεων και των διαφόρων θρησκειών, όπου σπανίζουν οι προϋποθέσεις για γνήσια πνευματικά βιώματα και ο σατανάς «αλωνίζει» και πλανά την αγιοπνευματικά αθωράκιστη οικουμένη.