Ερώτηση που λάβαμε:

Γιατί η Παλαιά Διαθήκη έχει και “κακούς” στίχους; Τι συμβαίνει με αυτούς; Δεν μαρτυρούν διαφορετική ηθική από αυτήν της Καινής Διαθήκης;

Η απάντηση της ιστοσελίδας μας:

Αν και το ερώτημα είναι εξαιρετικά γενικό, θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε έχοντας ως γνώμονα το ακόμα γενικότερο που υποκρύπτεται: το αν δηλαδή μιλάμε για τον ίδιο Θεό στην Παλιά και στην Καινή Διαθήκη και αν τελικά, με αυτά τα δεδομένα, είναι αποδεκτή η Παλαιά Διαθήκη στη ζωή μας ως Χριστιανών.

Σαν εισαγωγικό σχόλιο, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι γενικώς η Αγία Γραφή δεν διαβάζεται και κατανοείται ως ένα απλό κείμενο. Το περιεχόμενό του είναι θεόπνευστο και το βάρος πέφτει στο θεολογικό μέρος. Συγκεκριμένα, η Παλαιά Διαθήκη περιγράφει την Πτώση, και προετοιμάζει/στοχεύει την ανόρθωση. Δεν ωραιοποιεί την αλήθεια της ιστορικής πραγματικότητας, αλλά παρουσιάζει τις συνέπειες της αμαρτίας όπως ήταν. Προβάλλει τη μετάνοια και όχι την αμαρτία-συνεπώς ιστορίες ή στίχοι μέσα στην Παλαιά Διαθήκη που αφορούν την αμαρτία ενός προσώπου δεν στοχεύουν στο να την δώσουν ως παράδειγμα προς μίμηση αλλά να τονίσουν την αξία της μετανοίας και το ολέθριο λάθος της αμετανοησίας. Επίσης, για να μπορέσει κάποιος να κατανοήσει καλύτερα την Παλαιά Διαθήκη ή συγκεκριμένους στίχους της, πρέπει να λαμβάνει υπόψη του και τα συμφραζόμενα αλλά και το ιστορικό υπόβαθρο της εποχής.

Όταν λοιπόν στην Παλαιά Διαθήκη διαβάζουμε σκληρές φράσεις, πχ προσευχές στον Θεό να εξαφανίσει τους εχθρούς, κατάρες εναντίον των ασεβών κλπ, πρέπει να θυμόμαστε ότι μιλάμε για μια εποχή όπου το κακό κυριαρχούσε στους πλείστους λαούς της γης, οι οποίοι ήταν παραδομένοι στην ειδωλολατρία. Αυτό δεν είναι κάτι απλό: η λατρεία των ειδώλων είχε ως παράγωγα συμπεριφορές πέρα από τα όρια κάθε “ηθικής” διάταξης, που μάλιστα θεωρούνταν τιμή και δόξα των ειδωλολατρικών λαών. Ανηθικότητες, σφαγές, πλήθος ανθρωποθυσιών στο όνομα των θεών, αλαζονεία έναντι των υπολοίπων κλπ κυριαρχούσαν. Αυτό έκανε τον λαό που είχε εκλέξει ο Θεός κατά την βουλή Του, να στενάζει και να αγανακτεί νιώθοντας δικαιολογημένα πίεση από τις δαιμονικές αυτές ενέργειες. Και πάλι, μέσα στην φαινομενική “εκδικητικότητα” ο ισραηλιτικός λαός δεν αναλαμβάνει τον ρόλο του Θεού ούτε απειλεί να καταστρέψει και να ισοπεδώσει τους ασεβείς, αλλά καλεί τον ίδιο το Θεό να πάρει θέση και να αποδώσει ο Ίδιος το δίκαιο.

Επίσης την προ Χριστού εποχή, δηλαδή την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, δεν είχε γίνει δηλαδή η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος (Πεντηκοστή), ούτε είχε έλθει ο Χριστός να κηρύξει την άφεση των αμαρτιών, την συγχωρητικότητα, την αγάπη στους εχθρούς ούτε βέβαια είχε σταυρωθεί ο Χριστός και έτσι δεν είχε κατέλθει στον κόσμο η αναγεννητική θεία Χάρη που απέρρευσε από τον Σταυρό. Ο κόσμος ήταν ακόμα σε νηπιακή πνευματική ηλικία και έπρεπε να ακολουθήσει τον Νόμο ώστε να φθάσει σε μια κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να αποδεχτεί το “καινό” μήνυμα της χριστιανικής αγάπης. Ο Νόμος λοιπόν “παιδαγωγός ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν” (Γαλ. γ΄ 24), όπως λέει ο Απόστολος Παύλος.

Αυτό μας φέρνει στη θέση να μιλήσουμε για τις “κακές” εντολές, πχ το “οδόντα αντί οδόντος”. Οι εντολές αυτές δεν θεμελιώνουν την εκδικητικότητα· στην πραγματικότητα της θέτουν περιορισμούς! Σε έναν κόσμο βασισμένο στην αυτοδικία, ο Νόμος του Θεού έρχεται βάλει “φρένο” ορίζοντας στους ανθρώπους να μην αποζητούν την εξουθένωση του αντιπάλους αλλά μόνο ό,τι “δικαιούνται”.

Η Παλαιά Διαθήκη είναι προϋπόθεση της Καινής Διαθήκης, προϋπόθεση θεμελιώδης. Η Καινή είναι η απαραίτητη συμπλήρωση της Παλαιάς και το κλειδί της κατανόησής της, καθώς ό,τι ως “σκιά” προαναγγέλεται και προτυπώνεται στην Παλιά, το βλέπουμε ζωντανό στην Καινή Διαθήκη. Σχετικά λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: “Προέλαβε τήν Καινήν ἡ Παλαιά, καί ἡρμήνευσεν τήν Παλαιάν ἡ Καινή. Καί πολλάκις εἶπον, ὅτι δύο διαθῆκαι καί δύο παιδίσκαι καί δύο ἀδελφαί τόν ἕνα Δεσπότη δορυφοροῦσι. Κύριος παρά προφήταις καταγγέλλεται·  Χριστός ἐν Καινῇ κηρύσσεται. Οὐ καινά τά καινά· προέλαβε γάρ τά παλαιά· οὐκ ἐσβέσθη τά παλαιά· ἡρμηνεύθη γάρ ἐν Καινῇ”. Δηλαδή: Πρόλαβε και προδήλωσε την Καινή Διαθήκη η Παλαιά, και ερμήνευσε την Παλαιά η Καινή. Έχω πει πολλές φορές ότι δύο Διαθήκες (Παλαιά και Καινή) και δύο νεαρές κόρες και δύο αδελφές ακολουθούν ως δορυφόροι τον ένα Δεσπότη. Κύριος κηρύσσεται και αναγγέλλεται από τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης· Χριστός κηρύσσεται στην Καινή Διαθήκη. Δεν είναι καινούργια τα νέα κηρύγματα που εξαγγέλλονται στην Καινή Διαθήκη. Διότι λέχθηκαν προηγουμένως σκιωδώς τα παλαιά. Δεν έσβησαν και δεν καταργήθηκαν τα παλαιά, που διδάχθηκαν κατά τους χρόνους της Παλαιάς Διαθήκης· διότι ερμηνεύθηκαν στην Καινή Διαθήκη.

Για τον ίδιο Θεό μιλούν και οι δύο Διαθήκες. Και ίδιος και απαράλλακτος είναι ο Θεός· εκλαμβανόμενος από τους ανθρώπους της νηπιακής πνευματικής κατάστασης της Παλαιάς Διαθήκης ως “σκληρός” σε σχέση με όσους Τον ζουν στην εποχή της Θείας Χάρης, στην εποχή της Καινής Διαθήκης.

Τι θέση όμως έχει η Παλαιά Διαθήκη στην Εκκλησία μας; Ας υπενθυμίσουμε ότι ο ίδιος ο Χριστός χρησιμοποιούσε στο λόγο Του χωρία από την Παλαιά Διαθήκη, τονίζοντας ότι αυτή γράφει για Εκείνον. Στην Εκκλησία μας αναγινώσκονται συνεχώς περικοπές από την Παλαιά Διαθήκη, για παράδειγμα καθημερινά το Ψαλτήρι, τις καθημερινές της Σαρακοστής η Γένεσις και η Έξοδος κλπ. Η δική μας στάση απέναντι στην Παλαιά Διαθήκη είναι να την μελετούμε με οδηγό την ερμηνεία των Αγίων Πατέρων.