Ερώτηση που λάβαμε:

Γιατί οι γυναίκες να μην ψέλνουν στην Εκκλησία;

Η απάντηση της ιστοσελίδας μας:

Ένα από τα πλέον παρεξηγημένα θέματα στη σύγχρονη ποιμαντική της Εκκλησίας, είναι η συμμετοχή των γυναικών στην ψαλμωδία, αν δηλαδή επιτρέπεται οι γυναίκες να ψάλλουν στο αναλόγιο («ψαλτήρι») στους ναούς.

Σε σχέση με το ερώτημα αυτό, έχουν διατυπωθεί ποικίλα επιχειρήματα και «υπέρ» και «κατά» της συμμετοχής των γυναικών κατ’ αυτόν τον τρόπο στη θεία Λατρεία. Για παράδειγμα, στα «υπέρ» συνυπολογίζονται η έλλειψη ανδρών ψαλτών – ειδικά σε επαρχιακές κωμοπόλεις και χωριά, η καλλιφωνία αρκετών ψαλτριών, η ισοτιμία ανδρών και γυναικών μέσα στην Εκκλησία. Στα «κατά» αναφέρονται κυρίως η παράδοση της Εκκλησίας που δεν έχει ψάλτριες στους ναούς, το αταίριαστο των ανδρικών με τις γυναικείες φωνές, οι αγιογραφικές αναφορές που προτρέπουν τις γυναίκες να σιωπούν στις λατρευτικές συνάξεις[1] και η τάξη της Εκκλησίας να μην αναμιγνύονται στην λατρεία οι άνδρες με τις γυναίκες, εξ ου και οι ξεχωριστές θέσεις

Κατ’ αρχάς, είναι καλό να έχουμε υπόψη μας ότι η αρχαία πράξη της Εκκλησίας μας προέβλεπε ψαλμωδία από όλο το εκκλησίασμα μαζί: ο αναγνώστης απάγγελλε εμμελώς τους στίχους του διατεταγμένου ψαλμού και όλο το εκκλησίασμα, άνδρες και γυναίκες, «υπηχούσε», δηλ. έψαλλε ένα συγκεκριμένο στίχο (π.χ. το αλληλούια) μετά από τον κάθε στίχο που έλεγε ο αναγνώστης. Βλέπουμε λοιπόν ότι δεν ήταν «αποκλεισμένες» απόλυτα οι γυναίκες και μάλιστα η ψαλμωδία τους διευθυνόταν από τις «διακόνισσες».

Με την πάροδο του χρόνου, για λόγους ευταξίας και αρμονίας της ψαλμωδίας, αυτή ανατέθηκε σε χορούς ιεροψαλτών ανδρών και παιδιών. Δεν εισάχθηκαν όμως χοροί γυναικείοι. Όταν πια δεν υπήρχε η δυνατότητα να υπάρχουν σε όλους τους ναούς χοροί, αλλά και η εκκλησιαστική μουσική είχε ήδη εξελιχθεί και ήταν πλέον συνθετότερη ώστε να χρειάζεται κανείς να την σπουδάσει για να μπορεί να ψάλλει, καθιερώθηκαν οι «πρωτοψάλτες», «λαμπαδάριοι» κλπ. στην κάθε ενορία. Και πάλι οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν έδωσαν αυτό το λειτούργημα σε γυναίκες, ενώ το λειτούργημα πχ της διακονίας των ασθενών, σε αυτές ανατέθηκε (με τις «διακόνισσες»).

Κατεξοχήν λοιπόν θέμα Παράδοσης είναι η μη παρουσία γυναικών στα αναλόγια των ενοριών (ενώ, για παράδειγμα, στα γυναικεία μοναστήρια οι μοναχές στελεχώνουν κανονικά το αναλόγιο). Δεν πρόκειται για μη-ισοτιμία: η ισοτιμία των φύλων μέσα στην Εκκλησία δεν συνεπάγεται την κατάργηση των διακριτών ρόλων τους. Αυτή η διακριτότητα των ρόλων εκφράζεται σαφώς μέσα από την λειτουργική πράξη και λατρευτική αγωγή που φέρει η Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας – και δεν πρέπει να την δεχόμαστε ως κάτι το «περιστασιακό» ή που αναφερόταν σε «άλλη εποχή» κλπ. Εφόσον οι Πατέρες της Εκκλησίας μας δεν όρισαν ψάλτριες και μάλιστα όρισαν ότι στην εκκλησιαστική διακονία οι άνδρες και γυναίκες έχουν διαφορετικούς ρόλους, δεν υπάρχει κανένας λόγος να υπάρξει μεταβολή στην κατάσταση.

Πέραν όμως αυτού του βασικού επιχειρήματος, πρέπει να αναφερθούμε και στις αντίθετες φωνές. Η έλλειψη ανδρών ψαλτών δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να οδηγήσει στην κατάλυση της παράδοσης. Έλλειψη ψαλτών σημαίνει έλλειψη εκπαιδευμένων ψαλτών. Η λύση σε μια τέτοια περίπτωση είναι η επάνδρωση του αναλογίου από όσους έχουν λειτουργικές γνώσεις – αυτό που προέχει δεν είναι η καλλιτεχνική ευχαρίστηση του εκκλησιάσματος, αλλά η τέλεση της εκκλησιαστικής ακολουθίας. Η προσευχή προέχει της μουσικής[2]. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την καλλιφωνία των ψαλτριών, η οποία δεν θα πρέπει να συγκαταλέγεται στα θεμελιώδη αντεπιχειρήματα – ο χώρος του ναού δεν είναι χώρος φωνητικής επίδειξης (φυσικά αυτό επεκτείνεται και στους άνδρες ψάλτες). Η Εκκλησία μας, τέλος, ανέκαθεν έδωσε προσοχή σε θέματα ηθικής τάξεως, γι’ αυτό και οι ξεχωριστές θέσεις ανδρών και γυναικών, γι’ αυτό και ο γυναικωνίτης, γι’ αυτό και αποφεύγεται η έκθεση της γυναίκας ενώπιον όλου του εκκλησιάσματος, όπως θα γινόταν αν διακονούσε στο αναλόγιο.

[1] βλ. Α΄ Κορ. ιδ΄ 34-35: «Ὡς ἐν πάσαις ταῖς ἐκ­κλησίαις τῶν ἁγίων, αἱ γυ­ναῖκες ὑμῶν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις σιγάτωσαν· οὐ γὰρ ἐπιτέτραπται αὐταῖς λαλεῖν, ἀλλ᾿ ὑποτάσσεσθαι, καθὼς καὶ ὁ νόμος λέγει. εἰ δέ τι μαθεῖν θέλουσιν, ἐν οἴκῳ τοὺς ἰδίους ἄνδρας ἐπερωτάτωσαν· αἰσχρὸν γάρ ἐστι γυναιξὶν ἐν ἐκκλησίᾳ λαλεῖν.», δηλαδή:  «Σύμφωνα μέ τήν τάξη καί τήν εἰρήνη πού ἐπικρατεῖ σ’ ὅλες τίς Ἐκκλησίες τῶν Χριστιανῶν, οἱ γυναῖκες σας στίς συνάξεις τῶν πιστῶν ἄς σιωποῦν· διότι δέν τούς ἐπιτρέπεται νά μιλοῦν, ἀλλά πρέπει νά ὑποτάσσονται, ὅπως καί ὁ νόμος λέει στό βιβλίο τῆς Γενέσεως. Ἐάν πάλι θέλουν νά μάθουν καλύτερα κάτι πού ἀκούστηκε στή σύναξη καί δέν τό κατάλαβαν, ἄς ρω­τοῦν γι’ αὐτό στό σπίτι τούς ἄνδρες τους. Διότι εἶναι ἄπρεπο καί ἄσχημο στίς γυναῖκες νά μιλοῦν στή σύναξη τῶν πιστῶν». Την εντολή αυτή του Αποστόλου Παύλου επαναλαμβάνει ο ο΄ (70ος) κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου.

[2] Σε δεύτερη φάση, καλό θα ήταν να επιλεγούν άνθρωποι που να σπουδάσουν τη μουσική έστω στοιχειωδώς για αρμονικότερη τέλεση των ακολουθιών.