Φιλία αληθινή…

 

Την ίδια εποχή[i], στην ίδια πατρίδα, την Καππαδοκία, γεννήθηκαν o Βασίλειος, o γιός του Βασιλείου και της Εμμέλειας και ο Γρηγόριος, o γιός του Γρηγορίου και της Νόννας. Η ίδια μεγάλη αγάπη στον μόνον Θεό και το μοναδικό πλάσμα Του, πλημμύριζε την ύπαρξή τους. Ίδια κι η άσβηστη δίψα της διάνοιάς τους για τη γνώση. Αυτή τους οδήγησε στον ίδιο τόπο, στη χρυσή αλλά διαβρωμένη από τη διαφθορά Αθήνα. Εκεί οι δύο ήδη γνώριμοι Καππαδόκες θα ξαναβρεθούν και θα γίνουν φίλοι αληθινοί.

Την υποδειγματική φιλία τους αναπολεί δακρυσμένος ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, μπροστά στον τάφο του Μεγάλου φίλου του[ii]:

«Η Αθήνα δέχθηκε εκείνον ύστερα από εμένα. Η υποδοχή των πρωτοετών γινόταν μ’ ένα παιχνίδι, ευχάριστο για όσους το κατανοούσαν, φοβερό όμως για όσους το αγνοούσαν: Οι φοιτητές, με την πρόθεση να εντάξουν τον νεοφερμένο στο ακροατήριο κάποιου καθηγητή και κυρίως να ταπεινώσουν το φρόνημά του, τον οδηγούσαν με πομπή συνοδευμένη από χλευαστικά επιφωνήματα στα δημόσια λουτρά. Εκεί τον απελευθέρωσαν και τον δέχονταν ανάμεσά τους.

Τον Βασίλειο όμως τον υποδέχθηκα και τον συνόδευσα με σεβασμό ο ίδιος. Έπεισα κι άλλους να με μιμηθούν. Έτσι μόνος εκείνος γλύτωσε το έθιμο, από το οποίο κανείς δεν ξέφευγε, γι αυτό κι ονομαζόταν αττικός νόμος. Τότε αναπήδησε η σπίθα της φιλίας μας κι έγινε φλόγα ολόλαμπρη από το ακόλουθο γεγονός:

Κάποιοι Αρμένιοι συμφοιτητές μας προκάλεσαν σε διάλογο τον Βασίλειο, για να τον ταπεινώσουν. Η προκλητική στάση τους τον πλήγωσε. Προσπάθησα τότε να ελαφρώσω τη λύπη της ψυχής του και να κατευνάσω την ταραχή των λογισμών του. Η διάθεσή του έγινε και πάλι ευχάριστη κι ο σύνδεσμός μας πιο ισχυρός. Σε χρυσούς στύλους στηρίξαμε την αγνή και γνήσια φιλία μας που δεν μπορώ να τη θυμηθώ χωρίς να δακρύσω.

Ζούσαμε κάτω από την ίδια στέγη και στο ίδιο τραπέζι μοιραζόμασταν το φαγητό μας… Φθόνος δεν υπήρχε ανάμεσά μας, αλλά ο ένας παραδειγματιζόταν από το ζήλο του άλλου. Συναγωνιζόμασταν όχι ποιός θα κατέχει τα πρωτεία, αλλά πώς θα τα παραχωρήσει στον άλλον, αφού την πρόοδό του τη θεωρούσε δική του. Είμαστε μια ψυχή που κατοικούσε σε δύο σώματα. Προσπαθούσε ο ένας να γίνει μέτρο και κανόνας, για να διακρίνει ο άλλος το ορθό από το λανθασμένο.

Από τους συσπουδαστές μας δεν συναναστρεφόμασταν τους ανήθικους και εριστικούς αλλά τους φρόνιμους κι ειρηνικούς, εκείνους δηλαδή που μας ωφελούσαν. Γνωρίζαμε καλά ότι είναι ευκολότερο να σου μεταδώσουν κακία παρά να μεταδώσεις αρετή, όπως είναι ευκολότερο να κολλήσεις μία ασθένεια παρά να χαρίσεις υγεία.

Προτιμούσαμε τα οικοδομητικά μαθήματα και δύο δρόμοι μας ήταν γνωστοί: ο πρώτος και πιο τιμημένος οδηγούσε στους ιερούς οίκους και τους εκεί διδασκάλους· κι ο άλλος, αξιόλογος κι αυτός, οδηγούσε στους διδασκάλους της ανθρώπινης σοφίας… διότι τίποτε νομίζω δεν αξίζει, αν δεν βελτιώνει όποιον ασχολείται με αυτό.

Το μεγαλύτερο προσόν και το πιο τιμητικό όνομα για εμάς ήταν να είμαστε και να λεγόμαστε Χριστιανοί. Και το καλύτερο ότι κοντά μας συγκεντρώθηκε μία ομάδα νέων. Είχαν κοινούς στόχους και πεποιθήσεις με εμάς. Τους κατηύθυνε εκείνος, ενώ εγώ έμοιαζα να τρέχω πεζός δίπλα στο άρμα με το οποίο προχωρούσε…

Όταν ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε στην πατρίδα μας, για να ζήσουμε την τελειότερη ζωή πού είχαμε ποθήσει, συνέβη κάτι ανεπάντεχο. Μας περικύκλωσαν οι σύντροφοί μας και μερικοί διδάσκαλοί μας. Έλεγαν ότι δεν θα μας αφήσουν να φύγουμε, προσπαθώντας να μας πείσουν. Εκείνος δικαιολογήθηκε, κατανίκησε την επιμονή τους και έφυγε. Εγώ έμεινα πίσω, στην Αθήνα[iii], για μικρό διάστημα και κατόπιν επέστρεψα στην πατρίδα μας. Είχε έρθει η ώρα να προχωρήσουμε με μεγαλύτερη ανδρεία στην πνευματική ζωή…».

«Μια ψυχή σε δύο σώματα» οι δύο Άγιοι φίλοι. Η μεγάλη ψυχή τους, η φιλόθεη και φιλάνθρωπη, οδήγησε τα βήματά τους στα στενά, δύσβατα μα λυτρωτικά μονοπάτια του θελήματος του Θεού. Αγωνίστηκαν θυσιαστικά να διακονήσουν την Εκκλησία Του: Επίσκοπος Καισαρείας ο Μέγας Βασίλειος, Αρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Πρόσκαιρα αποχωρισμένοι στη γη, ενωμένοι μόνιμα με τον Τριαδικό Θεό, πορεύονται προς την αιώνια χαρά της Βασιλείας Του. Πρώτος φθάνει εκεί ο Μ. Βασίλειος. Ο Άγιος Γρηγόριος τότε πάλευε μόνος στην Κων/πολη με τους εχθρούς της Ορθοδοξίας. Τρία χρόνια μετά την κοίμηση του αγίου φίλου του πηγαίνει στην Καισάρεια, προσκυνητής στον τάφο του. Εκφωνώντας επιτάφιο λόγο, ζωγραφίζει τη μορφή του, όπως μόνον εκείνος, ο άγιος φίλος του, θα μπορούσε. Επιλέγοντας τον ικετεύει:

«Συ να μας παρακολουθείς από ψηλά, άγιε φίλε, και τον πόνο του σώματος ή σταμάτησέ τον ή βοήθησέ μας να τον υπομένουμε με δύναμη… όλη μας τη ζωή οδήγησέ την προς το καλύτερο… κι ας μας υποδεχθείς στη αιώνια πατρίδα για να ζούμε μαζί θεωρώντας την δόξα του Τριαδικού Θεού».

 

Μ.

 

 

[i] 329-330 μ.Χ.

[ii] Λόγος εἰς τόν Μ. Βασίλειον, Επιτάφιος.

[iii] Αυτό το διάστημα του προσέφεραν την έδρα της Ρητορικής, έγινε δηλαδή καθηγητής των συμφοιτητών του.