Όταν ανασταίνεται η αγάπη
Τακτοποίησε το τραπεζομάντηλο του γωνιακού τραπεζιού και έριξε μια ματιά σε όλο το μαγαζί. Όλα ήταν στη θέση τους. Σε κάθε τραπέζι φρόντισε ο κυρ Παντελής να βάλει κι ένα καλαθάκι με κόκκινα αυγά και ένα κηροπήγιο. Οι άνθρωποι, σκέφτηκε, θα έχουν λαμπάδες με το φως της Ανάστασης. Κάπου πρέπει να τις αφήσουν όσο τρώνε. Κοίταξε το ρολόι του. Πήγε κιόλας δέκα. Είχε δυο ώρες μπροστά του. Μέχρι τα μεσάνυχτα ψυχή δεν θα έμπαινε, μα μόλις έλεγε ο παπάς το «Χριστός Ανέστη»… Μπορούσε να καυχηθεί ο κυρ Παντελής πως έφτιαχνε τη νοστιμότερη μαγειρίτσα σ’ όλη την πόλη.
Βγήκε έξω να χαζέψει λίγο με τον κόσμο που από νωρίς πήγαινε στην εκκλησία για να πιάσει θέση. Απέναντί του ο ναός υψωνόταν μεγαλόπρεπος. Ήταν τυχερός που το μαγαζί του ήταν πάνω στο δρόμο. Μόλις έβγαιναν οι άνθρωποι, ήθελαν δεν ήθελαν, θα έπεφταν επάνω του.
Το μάτι του έπεσε στον νεαρό που είχε στημένο το μαγαζάκι του και πουλούσε λαμπάδες. Έψαξε να βρει τι του θύμιζε. Μα ναι, ήταν ο νέος που την προηγούμενη εβδομάδα μπήκε στο μαγαζί του και τον ρώτησε αν είχε ανάγκη από υπάλληλο. Ο κυρ Παντελής ήξερε πως έπεφτε πολλή δουλειά στους δύο υπαλλήλους του, μα δεν είχε σκοπό να πληρώσει άλλον έναν.
-Τον βγάζεις βλέπω τον «επιούσιον», του φώναξε από μακριά ο κυρ Παντελής.
-Δόξα τῷΘεῷ, απάντησε ο νέος και έσκυψε το κεφάλι.
-Πιο πολλή δουλειά θα κάνεις γύρω στις 11.30, τότε έρχεται ο πιο πολύς κόσμος.
Μπήκε ξανά στο πεντακάθαρο ρεστοράν, μα η σκέψη του είχε κολλήσει στο μαγαζάκι και στον νεαρό. Το μάτι του κυρ Παντελή έκοβε και καταλάβαινε πως τούτη η δουλειά του ήταν ξένη.
-Αφεντικό, μια χάρη… ήθελα να σου ζητήσω.
Ο ένας απ’ τους δυο υπαλλήλους του στεκόταν μπροστά του και τον κοιτούσε δειλά.
-Χάρη; Σαν τι χάρη θέλεις; τον ρώτησε γεμάτος απορία ο κυρ Παντελής.
-Να, θα ήθελα, επειδή γιορτάζω κιόλας, να πάω μέχρι το «Χριστός Ανέστη» στην εκκλησία. Έτσι κι αλλιώς μέχρι τότε το μαγαζί δεν θα ‘χει δουλειά.
-Δεν χρειάζεται να πας, μπορείς να τ’ ακούσεις κι από ‘δω, δίπλα είμαστε, απάντησε κοφτά και γύρισε πάλι κατά την πόρτα. Ξανακοίταξε το ρολόι του. Έντεκα παρά πέντε. Σε λίγο θα χτυπούσαν οι καμπάνες. Πώς πάνε άραγε οι λαμπάδες του νεαρού; Ένιωσε πως ο υπάλληλός του, του είχε χαλάσει τη διάθεση. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο δρόμο.
-Ε, τι κάνεις; Γιατί μαζεύεις; Τώρα είναι που θα πουλήσεις.
Ο νεαρός κοίταξε παραξενεμένος τον κυρ Παντελή.
-Ό, τι πούλησα, πούλησα, κύριε. Τώρα θα χτυπήσει η καμπάνα για την Ανάσταση και θέλω να πάω στην Εκκλησία.
-Μα τώρα είναι που θα κερδίσεις, δεν το καταλαβαίνεις; επέμενε ο κυρ Παντελής.
Σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε ίσια στα μάτια ο νεαρός.
-Η γιαγιά μου στη Ρωσία μου έλεγε: «Κέρδη που βγαίνουν την ώρα που λειτουργεί η εκκλησία δεν είναι ευλογημένα».
-Κι η γιαγιά μου το έλεγε, φώναξε αυθόρμητα ο κυρ Παντελής. Μα σαν είδε το βλέμμα του νεαρού Ρωσοπρόσφυγα να είναι στραμμένο προς το ρεστοράν του, ντράπηκε για τα λόγια που ξέφυγαν και γύρισε να φύγει.
-Καλή Ανάσταση, κύριε, του φώναξε ο νεαρός, και η ευχή του χάθηκε μέσα στους πανηγυρισμούς της καμπάνας.
Μπήκε ξεφυσώντας στο μαγαζί του ο κυρ Παντελής και βρήκε τους υπαλλήλους του να κάθονται αμίλητοι.
-Πάτε, πάτε, λοιπόν, φώναξε σχεδόν θυμωμένος. Εκείνοι τον κοίταξαν απορημένοι και δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους.
-Πηγαίνετε, μαλάκωσε η φωνή του και, και να γυρίσετε μόλις πει ο παπάς το «Χριστός Ανέστη».
Έμεινε μόνος στο πασχαλινό ρεστοράν. Άφησε τις θύμησες να κατακλύσουν την ταραγμένη του ψυχή. Γύρισε στο μικρό του το χωριό. Ο παπάς δεν έβαζε «Ευλογητός», αν δεν ερχόταν κι ο τελευταίος. Κι αν κανένας γέρος ήταν ανήμπορος, πήγαιναν τα παλληκάρια και τον κουβαλούσαν. Κι ύστερα θυμήθηκε τη μάνα του. «Τρέχα, γιέ μου, του έλεγε, στη γρια-Σταμάτω να της πας ένα τσουρέκι, κι ύστερα έλα να σε στείλω στο γερο-Λάμπη, να του πας λίγη μαγειρίτσα». Κι έτρεχε, έτρεχε ο Παντελής και μάζευε τις ευχές και χαιρόταν, πώς χαιρόταν!
Κοίταξε ξανά το ρολόι του. Κατάλαβε πως τα μάτια του ήταν θολά. Δώδεκα παρά πέντε. Δεν καταλάβαινε τι έκανε, δεν όριζε πια τον εαυτό του. Μια παράξενη δύναμη τον έκανε να σηκωθεί, να βάλει την ταμπέλα «ΚΛΕΙΣΤΟ» στην πόρτα, και να βρεθεί στην αυλή της εκκλησιάς την ώρα που ο ιερέας διάβαζε το Ευαγγέλιο. Ξαφνικά μια λαμπάδα βρέθηκε στα χέρια του κι άκουσε δίπλα του τον νεαρό Ρωσοπρόσφυγα να του λέει: «Σας την κάνω δώρο», κι ύστερα αντιλάλησε ο τόπος απ’ το «Χριστός Ανέστη».
Σκόρπισε ο κόσμος ο πολύς, έφυγαν οι άνθρωποι να πάνε να φάνε τη μαγειρίτσα. Στην εκκλησία έμειναν λίγοι. Έμεινε κι ο κυρ Παντελής, κι οι δυο υπάλληλοί του κι ο νεαρός Ρωσοπρόσφυγας.
Μόλις τελείωσε η Λειτουργία, οι δυο κατάπληκτοι υπάλληλοι περίμεναν έξω το αφεντικό τους και η έκπληξή τους μεγάλωσε, όταν τον είδαν να βγαίνει από την εκκλησία φορτωμένος με μια αγκαλιά λαμπάδες. Πίσω του ερχόταν χαμογελαστός ο Ρωσοπρόσφυγας. Μπήκαν και οι τέσσερις στο ρεστοράν. Άναψε μία-μία τις λαμπάδες και τις έβαλε στα κηροπήγια. Τα άδεια τραπέζια λούστηκαν στον αναστάσιμο φως. Σέρβιρε μόνος του τη μαγειρίτσα κι ένιωσε πως είχε φτερά στα πόδια και στα χέρια, καθώς ακόμα άκουγε της μάνας του τη φωνή να του λέει: «Τρέχα, Παντελή μου, τρέχα». Κι ήταν τώρα σίγουρος πως εκείνες οι ευχές του γερο-Λάμπη και της γρια-Σταμάτως δεν πήγαν χαμένες, έπιασαν τώρα που τις χρειαζόταν.
«Θα τρέξω κι αύριο», σκέφτηκε, «θα τρέξω όσο μπορώ· η κατσαρόλα είναι γεμάτη και δεν πρέπει να πάει χαμένη. Όσο για τη ζημιά στο μαγαζί…».
Είδε τον Ρωσοπρόσφυγα να τον κοιτάει και πάλι ίσια στα μάτια και, σαν να κατάλαβε τη σκέψη του, τον άκουσε να του λέει:
-Η γιαγιά μου θα έλεγε πως το μαγαζί αυτό πολύ θα ευλογηθεί από το Θεό.
Ω! δεν είχε καμιά αμφιβολία γι’ αυτό ο κυρ Παντελής, αφού ήδη η ευλογία του Θεού μπήκε μες στην καρδιά του. Και είδε μέσα απ’ τα θολά του μάτια τις αναμμένες λαμπάδες να σκορπίζουν την ευλογία της Ανάστασης και στο μαγαζί του.
-Από τώρα θα δουλεύεις κοντά μου, παιδί μου, είπε στον νεαρό. Θα είναι μεγάλη ευλογία για μένα να σ’ έχω κοντά μου.
Κάτω από το φως των κεριών ο Ρωσοπρόσφυγας σκούπισε ένα δάκρυ. Ξέρει ο Θεός να δίνει ευλογίες σε κείνους που τον ευλογούν.
(Από το βιβλίο «ΣΤΑΥΡΟΛΟΥΛΟΥΔΑ ΚΑΙ ΠΑΣΧΑΛΙΕΣ», ΕΛΕΝΗΣ Ν. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ)