Είχαμε Θρησκευτικά. Ήταν η τελευταία ώρα της Παρασκευής. Αύριο ξημέρωνε Σάββατο του Λαζάρου και ξεκινούσε το δεκαπενθήμερο των διακοπών του Πάσχα. Ευκαιρία για τις τελευταίες επαναλήψεις. Στο φροντιστήριο όλα τα μαθήματα σε ένταση. Ούτε αναπνοή δεν μας άφηναν να πάρουμε.
Στο τέλος του μαθήματος ο θεολόγος μας είπε: «Γνωρίζω την πίεση και το άγχος των ημερών αυτών. Σας παρακαλώ όμως, δοκιμάστε τη Μεγάλη Πέμπτη το Βράδυ να πάτε στην Εκκλησία, στην ακολουθία των Παθών του Κυρίου, όποια ώρα μπορέσετε. Οι Εκκλησίες είναι ανοικτές. Εκεί θα δείτε τον Εσταυρωμένο. Κοιτάξτε Τον σιωπηλοί και αφήστε Τον να σας μιλήσει…».
Οι πρώτες μέρες των διακοπών πέρασαν με ένταση. Με άγχος απόλυτα δικαιολογημένο. Καιρός τώρα για μικρό διάλειμμα. Είπαμε με την παρέα να βρεθούμε, να χαλαρώσουμε κάπως.
Μεγάλη Πέμπτη, μεσάνυχτα
Μέσα στις αναπαυτικές πολυθρόνες μιας καφετέριας συζητούμε, πίνουμε γουλιά-γουλιά το ποτό μας, απολαμβάνουμε μουσική, σχεδιάζουμε το μέλλον. Πώς μου ‘ρθαν ξαφνικά τα τελευταία λόγια του θεολόγου μας; «Οι Εκκλησίες τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ είναι ανοικτές… Εκεί θα δείτε τον Εσταυρωμένο». Κοίταξα το ρολόι. Ήταν 12 και 20΄. Ανασηκώθηκα. Προσποιήθηκα τον κουρασμένο. Χαιρέτησα ευγενικά- το ΄χα αυτό από τη μάνα μου το χάρισμα –κι έφυγα, μέσα στη νύχτα για το ναό του Αγίου Νικολάου. Την ενορία που βαπτίστηκα και την είχα ξεχάσει. Περπατούσα πάνω από τέταρτο. Με βήμα όσο μπορούσα πιο γρήγορο. Να προλάβω μην κλείσει η Εκκλησία. Όλο και πιο ένιωθα ξεκούραστος. Αλλά και η ψυχή μου σαν να ‘βγαινε και αυτή από λήθαργο, ακολούθαγε με χαρά του σώματος τη βιασύνη.
Και να μπροστά μου η Εκκλησία. Μέσα από τα πολύχρωμα παράθυρα έβγαινε φως, πλούσιο φως, ζωηρό. Ελάχιστες ανθρώπινες σιλουέτες ανέβαιναν τα σκαλιά. Μου φαίνονταν οι πιο πολλοί νέοι.
Έφθασα, ξαπόστασα λίγο. Μπήκα. Έριξα την πρώτη ματιά μου κάτω από τον κεντρικό πολυέλαιο, στον πανύψηλο Σταυρό. Φευγαλέα κοίταξα τον Εσταυρωμένο. Άναψα το κερί μου. Ψέλλισα ένα «Κύριε, βόηθα τον κόσμο» και περπάτησα σβέλτα προς το Σταυρό. Κοντοστάθηκα στη βάση του. Σταυροκοπήθηκα. Έσκυψα και φίλησα μηχανικά τα πόδια του Εσταυρωμένου και κάθισα σ΄ένα στασίδι κοντά Του, μόνος. Ευωδία από θυμιάματα ήταν γύρω μου απλωμένη. Πιο έντονες ήταν οι ευωδίες από τις βιολέτες, τα κρίνα και τις γαρδένιες. Σεμνές γυναίκες στόλιζαν με τα άνθη αυτά τον Επιτάφιο και σιγόψελναν. Θείος συγκλονισμός γύρω μου και μέσα μου.
Ύψωσα τα μάτια μου με περισσότερο θάρρος τώρα στον Εσταυρωμένο. Για πρώτη φορά Τον είδα τόσο αδικημένο, τόσο πονεμένο, τόσο εγκαταλελειμμένο. Και όμως, το πρόσωπό Του δεν είχα συσπάσεις απογνώσεως. Τα χείλη Του δεν είχαν μορφασμούς αποδοκιμασίας. Τα σφραγισμένα μάτια Του δεν έδειχναν σφίξιμο απελπησίας. Ένας τόσο ειρηνικός θάνατος, σκέφτηκα, μόνο ενός δυνατού Θεού μπορεί να είναι. Κατέβασα τα μάτια μου. Δεν άντεχα να Τον βλέπω άλλο.
-Και τώρα, Κύριε, μίλησέ μου! Σε αφήνω να μου μιλήσεις…
Και άκουσα βαθιά στην ψυχή μου τη φωνή Του.
Ας ήταν νεκρός, μου μίλησε ο Εσταυρωμένος.
-Εγώ είμαι, Νεόφυτε, ο πλαστουργός σου και δημιουργός σου. Εγώ απόψε για σένα και για όλον τον κόσμο π΄ςσχω και πονώ και πεθαίνω. Από αγάπη βαθιά. Όλους τους αγαπώ, εχθρούς και φίλους. Και όλους τους συγχωρώ. Και σένα, Νεόφυτε! Χθες με βλαστήμησες, αλλά δεν έριξα κεραυνούς. Προχθες έβρισες τον φίλο σου Γιάννη, αλλά δεν σου στέρησα τη βοήθειά μου και έγραψες τόσο καλά στη Χημεία. Πριν μέρες ξενύχτησες και είπες ψέματα στη μητέρα σου. Και την επόμενη μέρα κέρδιζες στο μπάσκετ. Εγώ είμαι φίλος σου και όχι εχθρός σου, Νεόφυτε. Και ας με έχεις ξεχάσει. Απόψε είμαι έτοιμος να σου δώσω ό,τι θέλεις. Να ήξερες πόσο σε αγαπώ! Πόσο σέβομαι την ελευθερία σου! Να ήξερες πόσο με χαροποίεί η νυχτερινή σου αυτή επίσκεψη. Άνοιξέ μου την καρδιά σου! Εμπιστεύσου σε μένα τη ζωή σου. Θα σου τη γεμίσω με ειρήνη και χαρά που δεν περιγρέφεται. Αρκεί να μετανοήσεις ειλικρινά, Νεόφυτε, για τα λάθη σου.
Η φωνή εσιώπησε. Πόσο παρηγορήθηκα! Βάλσαμο θεϊκής γαλήνης ήταν τα λόγια που άκουσα. Ύψωσα ξανά τα μάτια μου. Τώρα ήταν βουρκωμένα. Τον έβλεπαθαμπά αλλά με διάθεση. Τον ένιωσα πιο φίλο και πιο δικό μου τον Εσταυρωμένο. Ας ήταν περιφρονημένος από τους αγαπητούς μου φίλους. Για μένα γινόταν δικός μου! Δεν μ΄ένοιαζε τίποτε άλλο. Απόψε με άγγιξε ο Θεός. Μου ΄δειξε ότι είναι αγάπη.
Έφυγα για το σπίτι. Έπεσα για ύπνο βαθύ. Χωρίς ξυπνητήρι. Μέσα στην ψυχή μου αχνοχάραζε πάλι η αυγή μιας νέας ξανά χριστιανικής ζωής. Δεν ήθελα όμως να το πιεστώ.
Μεγάλη Παρασκευή
Ξύπνησα στις 12,00 το μεσημέρι.
Πήρα το μηχανάκι για το Λυκαβηττό.
Στον αυχένα του αιχμηρού βράχου κάτω από το εκκλησάκι του Άι-γιώργη, αγναντεύω ατελείωτα την πολύβουη πρωτεύουσα. Από πάνω στη μικρή κορυφή ανεμίζει μεσίστια ή σημαία. Ο απόηχος από πένθιμες καμπάνες έφθανε στα αυτιά μου. Από πολλές Εκκλησίες ταυτόχρονα. Οι πευκοπνοές του διπλανού δάσους και τα αγριολούλουδα με το λεπτό τους άρωμα φανέρωναν την αρχή της ανοίξεως. Και στης ψυχής μου τα βάθυ ζωήρευαν τα μαραμένα ιδανικά. Σε λίγο έφευγα… Ανέβαινα στ εκκλήσάκι της κορφής. Προσκυνούσα με συγκίνηση τον Επιτάφιο. Και το βράδυ ακολουθούσα κι εγώ στην ιερή λιτανεία. Μέσα στον κόσμο, τελείως μόνος. Χωρίς φίλους και δικές μου παρέες.
Και το Μέγα Σάββατο σχεδίαζα την Εξομολόγησή μου. Να προλάβω να αναστηθώ πριν από την Ανάσταση…
“Προς τη Νίκη”, τεύχος 789, Απρίλιος 2015