Ονειρεύομαι, επιθυμώ
στα ουράνια να πετώ
με της ταπεινοφροσύνης τα φτερά
με τα μάτια καθαρά
το φως της δόξας σου να δω
να σε δοξολογώ.
Της μετάνοιας το δάκρυ
δώρο σου προσφέρω ακριβό
για ν’ ανθίσει η αγάπη
μέσα στης καρδιάς τη φάτνη
μ’ ένα μοναδικό σκοπό
η ψυχή να μοιάσει στο Θεό.
Νεογέννητε Χριστέ, ἦλθες στόν κόσμο μας γιά νά μᾶς φωτίσεις μέ τό φῶς σου, νά μᾶς ὑψώσεις, νά μᾶς σώσεις. Ἦλθες ταπενά, ἀθόρυβα, ὅπως ταπεινή ἦταν καί ὅλη ἡ ζωή σου.
Δέξου, Πανάγαθε, τήν ταπεινή, τή θερμή μας εὐχαρστία γιά τή μεγάλη δωρεά σου.
Ἤμασταν ἐχθροί σου, Κύριε, καί μᾶς ἔκανες παιδιά σου.
Ἤμασταν κατάδικοι του ἅδου καί μᾶς ἔκανες πολίτες τοῦ οὐρανοῦ.
Ἤμασταν αἰχμάλωτοι καί μᾶς χάρισες
ἐλευθερία. Ταπενώθηκες Ἐσύ, γιά νά ὑψώσεις ἐμᾶς.
Φόρεσες τή φτωχή μας φύση, γιά νά ἐνδυθοῦμε ἐμεῖς τῆς ἀφθαρσίας τό ἔνδυμα.
Ἔγινες Ἐσύ ἄνθρωπος, γιά νά κάνεις Θεό τόν ἄνθρωπο.
Σέ εὐχαριστοῦμε γά τή μεγάλη, ἀσύγκριτη δωρεά σου.