Αἰώνιε καί θεῖε Λυτρωτή μας!
Πόση ἀχαριστία καί ἀγνωμοσύνη ἔδειξε ἡ ἀνθρωπότητα κατά τίς ὧρες τοῦ φρικτοῦ Σου μαρτυρίου! Ὅταν βγῆκε ἀπό τό στόμα Σου ἡ λέξη «διψῶ» ἀντί γιά δροσερό νερό ἡ ἀνθρωπότητα Σέ πότισε μέ ξύδι∙ Ἐσένα, ὁ ὁποῖος περιβάλλεις τόν οὐρανό μέ σύννεφα καί θεμελίωσες τή γῆ «ἐπί τῶν ὑδάτων»∙ Ἐσένα, ὁ ὁποῖος μέ τόσες λίμνες καί θάλασσες στόλισες τό πρόσωπο τῆς γῆς∙ Ἐσένα, ὁ ὁποῖος σκόρπισες ἄφθονα τήν ἀνεξάντλητη δροσιά τῆς παρηγοριᾶς Σου σέ τόσες διψασμένες καί πονεμένες καρδιές.
Ἀλλά καί σήμερα, πού ἡ ἀπέραντη ἀγάπη Σου ἔγινε αἰσθητή, πολλοί ἄνθρωποι Σέ ποτίζουν μέ τήν πικρία τῆς ἀδιαφορίας καί τῆς περιφρονήσεως.
Μᾶς φωνάζεις ἀπό τό Σταυρό μέ τόν πόνο τῆς ἀπέραντης ἀγάπης Σου, «δεῦτε πρός με πάντες…», ἀλλ΄ ἐμεῖς συχνά Σοῦ προσφέρουμε «τό ὄξος τῆς ἀδιαφορίας ἀναμεμειγμένο μέ τή χολή τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς».
Σέ ἱκετεύουμε, Κύριε, μήν παραχωρήσεις στό ἑξῆς νά αὐξάνουμε τήν κατακαίουσα τά σπλάχνα Σου δίψα, ἀλλά ἀξίωσέ μας νά δροσίζουμε τήν ἅγια καί ἱερή δίψα Σου μέ τόν ἀγώνα καί μέ τά ἔργα τῆς ἀγάπης∙ γιά νά μήν ἀκοῦμε πλέον ἀπό τό ἅγιο στόμα Σου παράπονο, ἀλλά τίς εὐλογημένες λέξεις, «ἐδίψησα καί ἐποτίσατέ με».
Ἀμήν.