Σύμφωνα με τις διηγήσεις των Ευαγγελιστών, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός πήρε τρεις από τους μαθητές Του,τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, και ανέβηκε στο όρος Θαβώρ για να προσευχηθεί. Οι τρεις μαθητές Του, όπως ήταν κουρασμένοι από τη δύσκολη ανάβαση στο Θαβώρ και ενώ κάθισαν να ξεκουραστούν, έπεσαν σε βαθύ ύπνο. Όταν, όμως, ξύπνησαν, αντίκρισαν απροσδόκητο και εξαίσιο θέαμα. Το πρόσωπο του Κυρίου άστραφτε σαν τον ήλιο, και τα φορέματα Του ήταν λευκά σαν το φως. Τον περιστοίχιζαν δε και συνομιλούσαν μαζί Του δυο άνδρες που έζησαν κατά τη διάρκεια της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μωϋσής και ο Ηλίας.

Αφού οι μαθητές συνήλθαν κάπως από την έκπληξη, ο πάντα ενθουσιώδης, Πέτρος, θέλοντας να διατηρηθεί αυτή η πολύ μεγάλη ευχαρίστηση που ένιωθαν και την οποία προκαλούσε η ακτινοβολία του Κυρίου, ικετευτικά είπε να στήσουν τρεις σκηνές. Μια για τον Κύριο, μια για το Μωϋσή και μια για τον Ηλία. Πριν προλάβει, όμως, να τελειώσει τη φράση του, ήλθε σύννεφο που τους σκέπασε και μέσα απ’ αυτό ακούστηκε φωνή που έλεγε: «Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός· αυτού άκούετε» (Λουκά, θ’ 28-36). Δηλαδή, Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, που τον έστειλα για να σωθεί ο κόσμος. Αυτόν να ακούτε.Κατόπιν, οι μαθητές, μην αντέχοντας την τόσο εκτυφλωτική λάμψη του Κυρίου, έπεσαν με το πρόσωπο κάτω. Όταν πια σηκώθηκαν, είδαν μόνο τον Κύριο, ο οποίος τους είπε να μην αναφέρουν σε κανέναν όσα έζησαν εκείνη την ημέρα.

 

Διασκευή από www.saint.gr