Καταγόταν από τη Σικελία.Ο πατέρας του ονομαζόταν Πλωτίνος, η δε μητέρα του Αγάθη, και τον ανέθρεψαν με τα διδάγματα και το ζωντανό πνεύμα της χριστιανικής ευσέβειας. Από την παιδική του ηλικία, διακρίθηκε για την προτίμηση πού είχε στα ιερά γράμματα και την απαγγελία Ιερών ύμνων, πού έψαλλε με πολλή αισθηματικότητα και τέχνη.
Όταν πέθανε ο πατέρας του, μαζί με τη μητέρα και την αδελφή του, κατέφυγε στην Πελοπόννησο. Και από ‘κει, αργότερα, στη Θεσσαλονίκη, όπου έγινε μοναχός και χειροτονήθηκε έπειτα Ιερέας. Στη νέα του ζωή διακρίθηκε για τον ιερό ζήλο του και την ασκητικότητα των συνηθειών του. Διέπλασε χαρακτήρα σύμφωνα με την ακρίβεια των χριστιανικών παραγγελμάτων, αναδείχθηκε πράος, ταπεινόφρων και άκακος. Εκεί επίσης, συστηματοποίησε την καλλιγραφική αντιγραφή και σύνθεση εκκλησιαστικών ύμνων.
Μετά από καιρό πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνώρισε το Γρηγόριο το Δεκαπολίτη και συγκατοίκησαν για λίγο μαζί σ’ ένα κελί. Επειδή όμως αντέδρασε στα διατάγματα του εικονομάχου βασιλιά Λέοντα του Ε’, εξεδιώχθη στη Ρώμη. Στο δρόμο τον απήγαγαν πειρατές στην Κρήτη και από κει επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και πέθανε σε βαθύ γήρας το 842.
Δικό του έργο κατά μέγα μέρος, αποτελεί και η λεγόμενη Παρακλητική.
Πηγή: “Αγιολόγιο της Ορθοδοξίας” του Χρήστου Δ. Τσολακίδη