Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Λουκ. ιη΄ 35-43.

35 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς  Ἱεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν· 36 ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. 37 ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι  Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. 38 καὶ ἐβόησε λέγων·  Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με· 39 καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. 40 σταθεὶς δὲ ὁ  Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν, ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν 41 λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. 42 καὶ ὁ  Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. 43 καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.

 

Δέν ἦταν πρώτη φορά, πού ἀπ’ τήν Ἱεριχώ περνοῦσαν καραβάνια μέ προσκυνητές. Ὅταν πλησίαζε ὁ καιρός τοῦ Πάσχα, μεγάλωνε αἰσθητά ἡ κίνηση στούς δρόμους της, μιά καί βρισκόταν πάνω στό διάβα γιά τά Ἱεροσόλυμα.

Αὐτή τή μέρα ὅμως κάτι ἄλλο πρέπει νά συμβαίνει. Ἀσυνήθιστα πολύς εἶναι ὁ κόσμος πού ἔρχεται, πολλοί κι οἱ ντόπιοι πού βγῆκαν στούς δρόμους, πολλές κι οἱ συζητήσεις.

«Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς! Αὐτός, πού τρία χρόνια τώρα ἔχει σκλαβώσει τίς ψυχές μέ τή διδασκαλία, τή στοργή, τά θαύματά Του!» Τρέχουν, λοιπόν, μικροί – μεγάλοι νά Τόν ὑποδεχθοῦν. Μόνο ἕνας δέν μπορεῖ νά τρέξει. Στέκει παράμερα, «παρὰ τὴν ὁδὸν» ἀκίνητος κι ἀνέκφραστος ὅπως πάντα. Εἶναι ὁ τυφλός Βαρτίμαιος (Μάρκ. ι΄46), πού ἔχει ἁπλωμένο ἱκετευτικά τό χέρι «προσαιτῶν», ζητιανεύοντας. Βυθισμένος σ’ ἕνα ἀπέραντο πηχτό σκοτάδι δέν μπορεῖ ὁ φτωχός νά δεῖ τό πανηγύρι, ν’ ἀντικρίσει τόν Κύριο, πού σέ λίγο φθάνει. Ἐμπόδιο ἀνυπέρβλητο ἀντιμετωπίζει.

Ὡστόσο, ἡ ψυχή τοῦ εὐλογημένου ἐκείνου ἀνθρώπου εἶναι, ὅπως φαίνεται, γενναία, ἀλύγιστη, ἀγωνιστική. Δέν ἀπογοητεύεται εὔκολα. Δέ μαραζώνει. Κοιτάξτε τον! Τ’ αὐτί του πιάνει τό πλῆθος τῶν βημάτων, πού τρέχουν ὅλα πρός τό ἴδιο μέρος. Τό μυαλό δουλεύει. Κάτι πρέπει νά συμβαίνει. «Ἀκούσας ὄχλου διαπορευομένου, ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα». Φωνάζει στούς περαστικούς: «Μά, τί τρέχει τέλος πάντων; Σάν τί νά ’ναι τάχα τά τρεξίματα πού ἀκούω;» Τοῦ ἀπαντοῦν: «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται», διαβαίνει περαστικός ἀπό τήν πόλη μας.

Σκιρτᾶ ὁ τυφλός. Ὤ, ὁ Ἰησοῦς! Εἶχε ἀκούσει κι αὐτός πολλά γιά τή δύναμή Του. Πόσο θά ἤθελε κι αὐτός νά τρέξει. Ἄν δέν εἶναι σέ θέση νά Τόν ἀντικρίσει, τουλάχιστονά Τόν πλησιάσει, λίγο νά Τόν ἀγγίξει. Νά γίνει καί σ’ αὐτόν κανένα θαῦμα!… Ἄν ἦταν δυνατό!… Μά δέν εἶναι. Ἡ τύφλωσή του τόν καθηλώνει. Πρός τά ποῦ νά πάει; Πῶς νά ψάχνει μ’ ἁπλωμένα χέρια στό σκοτάδι; Ποῦ νά Τόν ἀνακαλύψει μέσα σέ τέτοιο συνωστισμό; Ἀδύνατο! Τά ἐμπόδια πού τοῦ φράζουν τό δρόμο, εἶναι τόσο φοβερά! Ἀνυπέρβλητα!

Μα αὐτός – κοιτάξτε – δέν τό βάζει κάτω! Ἄν δέν ἔχει μάτια, ἔχει φωνή. Ἄν δεν μπορεῖ νά πλησιάσει ὁ ἴδιος, θά φωνάξει νά ’ρθεῖ ὁ Χριστός κοντά του. Καί τό κάνει! «Καὶ ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Ἰησοῦ, εὐλογημένε ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, πού ἦρθες νά μᾶς σώσεις, εἶμαι κι ἐγώ ἐδῶ. Βοήθησε κι ἐμένα!

Στό μεταξύ πλησιάζει ἡ συνοδεία. Προσκυνητές καί μαθητές, πού ἀνεβαίνουν στα Ἱεροσόλυμα μαζί μέ τόν Χριστό, ἔρχονται πρῶτα. Πιό πίσω ἀκολουθεῖ κι Ἐκεῖνος με ἄλλα πλήθη κόσμου περικυκλωμένος. Αὐτοί, λοιπόν, πού προπορεύονται, ἀκοῦνε τίς φωνές, στρέφουν τό βλέμμα στόν τυφλό καί τόν μαλώνουν.

«Ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ».

–Σώπασε, τέλος πάντων! Μᾶς ἐνοχλεῖς! Δέν τό καταλαβαίνεις; Ἤ μήπως ἔχεις την ἐντύπωση πώς θά προσέξει ἐσένα ὁ Χριστός; Σταμάτα πιά! Ἄλλο ἐμπόδιο κι αὐτό γιά τό φτωχό Βαρτίμαιο. Λόγια σκληρά πᾶνε νά τον ἀποθαρρύνουν, τόν πληγώνουν. Τί νά κάνει τώρα; Μά τί ἄλλο; Θά βάλει δύναμη να τά ξεπεράσει καί αὐτά. Ἐπιστρατεύει ὅλη τή φλόγα τῆς ψυχῆς κι ὅλη τή δύναμη τοῦ στήθους καί βγάζει κραυγές σάν ἀπεγνωσμένος, σάν ἀδικημένος.

«Πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με».

Τότε ἀκριβῶς συμβαίνει τό ἀπρόσμενο.

«Σταθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν».

Ἀνακόπτει τήν πορεία Του ὁ Χριστός. Μέσ’ στή βαβούρα τοῦ ὄχλου ἔχει ξεχωρίσει τή φωνή πού Τόν ἐπικαλεῖται. Ζητάει νά Τοῦ φέρουν ἐκεῖ τό φτωχό ζητιάνο. Κι ἐκεῖνος, μόλις τό μαθαίνει, πετάει τό χιτώνα κι ἀναπηδᾶ (Μάρκ. ι΄ 50).

–«Τί σοι θέλεις ποιήσω;».

Τί ζητᾶς, Βαρτίμαιε, καί φωνάζεις; Τί θέλεις νά σοῦ κάνω; τόν ρωτᾶ ὁ Χριστός.

–«Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω», ἁπαντᾶ αὐθόρμητα ἐκεῖνος. Θέλω νά δῶ ξανά!

–«Ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε».

Ναί, ἔτσι νά γίνει· ὅπως ἡ φλογερή πίστη σου τό ζητᾶ.«Καὶ παραχρῆμα», αὐτοστιγμεί, «ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν».

Ἐμπόδια στή ζωή δέ συναντοῦσε μόνο ὁ Βαρτίμαιος. Ὅλοι συναντοῦμε. Ζωή αὐτό θα πεῖ: «δρόμος μετ’ ἐμποδίων». Εἰδικότερα, ὅταν ζητοῦμε νά φτάσουμε στόν Χριστό. Ἐκεῖνος ὅμως εἶχε τοῦτο τό διαφορετικό, πού πρέπει νά τό προσέξουμε καί νά το μιμηθοῦμε. Εἶχε σθένος! Μέ δύναμη ψυχῆς ἀγωνιζόταν νά ξεπεράσει ἕνα πρός ἕνα τ’ ἀλλεπάλληλα ἐμπόδια καί νά φθάσει στόν τελικό σκοπό του. Κι ἔτσι κατόρθωσε να ἑλκύσει τήν εὔνοια τοῦ Χριστοῦ καί μέ τή συμπαράστασή Του νά νικήσει.

Καί σήμερα, πόσα ἐμπόδια παρεμβάλλονται στό δρόμο κάθε νέου πού διψᾶ νά συναντήσει τόν Χριστό! Δέν εἶναι μόνο οἱ πάμπολλοι πειρασμοί, ἡ κακία τῶν ἄθεων, τῆς ἡλικίας ἡ ἀδυναμία. Εἶναι καί ἀπό μερικούς καλούς, ἀλλά ἀδιαφώτιστους ἀνθρώπους οἱ δυσκολίες. Μόλις ἀντιληφθοῦν ὅτι ἄναψε σέ μία ψυχή ἀγάπη γιά τόν Χριστό, μόλις διαπιστώσουν ὅτι ἀποφάσισε νά ζήσει ἀληθινά τήν Πίστη, ἀμέσως ἀντιδροῦν. Μιά εἰρωνεία μπροστά, ψίθυροι πίσω, σχέδια πῶς νά τήν παγιδεύσουν στήν κοσμική ζωή, λόγια στούς γονεῖς νά τούς ἀνησυχήσουν.

«Μήπως ἔπαθε τό παιδί τίποτε ψυχολογικό; Ἔτσι σεμνό καί ἄβγαλτο πῶς θ’ ἀντιμετωπίσει αὔριο τή ζωή; Πῶς θ’ ἀποκατασταθεῖ, πῶς θάδουλέψει;» Καί πλῆθος ἄλλες παρόμοιες σκέψεις, πού εἰσηγεῖται ὁ Πονηρός.

Σ’ αὐτές τίς ὧρες οἱ Χριστιανοί νέοι ἔχουν ὑπόδειγμα τόν εὐλογημένο Βαρτίμαιο. Τι θά κάνουν; Πρῶτα πρῶτα, θά ἐπιμείνουν. Ἀλίμονο ἄν στά πρῶτα βήματα ἀποθαρρυνθοῦν.Τά ἐμπόδια εἶναι γιά νά ξεπερνιοῦνται. Τά ἐπιτρέπει ὁ Θεός, γιά νά μᾶς κάνει πιο ἀνδρείους, νά μᾶς ἀνεβάζει πιό ψηλά. Μέ αὐτό τό σθένος θά προχωρήσουν κατόπιν στήν ὁμολογία, τή σωστή πληροφόρηση τῶν γύρω. Συχνά δέν ξέρει ὁ κόσμος ποιός εἶναι ὁ Χριστός, κι ἄς τρέχει φιλοπερίεργος κοντά Του. Συχνά ἀγνοεῖ πόσο τέλεια εἶναι ἡ ζωή, πού μέσα στήν Ἐκκλησία Του ἀναβρύζει. Συχνά δέν ἔχει γνωρίσει ποτέ τούς σωστούς Χριστιανούς, νά τους θαυμάσει καί νά πεισθεῖ. Γι’ αὐτό παρεξηγεῖ κι ἀδικαιολόγητα φοβᾶται…

Ἀλλά καί γι’αὐτό ἀκριβῶς ὑπάρχει βάσιμη ἐλπίδα νά ὑποχωρήσει καί νά μᾶς ἀνοίξει δρόμο, ἄν ἐπιμείνουμε στόν πόθο καί τήν ἔνθερμη μαρτυρία μας. Ἰδιαίτερα ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα πού θά σταθεῖ ὁ Χριστός καί θά δώσει προσταγή: «Παραμερίστε! Ἀφῆστε τόν νά ’ρθει κοντά μου. Εἶναι καιρός νά δεῖ τό Φῶς. Ἀγωνίσθηκε.Τό ἀξίζει!»