Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Ματθ. δ΄ 12-17.
12 Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι Ἰωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν.13 καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρὲτ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν ἐν ὁρίοις Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, 14 ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· 15 γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, 16 ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς.17 Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἀδιάκοπο βουητό γέμιζε τήν ἀγορά, ὅπως κάθε ἄλλη μέρα, στήν «Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν». Ψαράδες ἄραζαν τά καΐκια τους στό γιαλό φωνάζοντας, καί ξεφόρτωναν τήν ψαριά, ἔμποροι παζάρευαν, ἀγόραζαν καί πουλοῦσαν, πραματευτάδες περαστικοί ἔρχονταν κι ἔφευγαν, κι ἄλλοι περίμεναν στό Τελωνεῖο γιά τίς ἀναγκαῖες διατυπώσεις, ἐνῶ στά σπίτια οἱ νοικοκυρές ξεκινοῦσαν πρωί–πρωί τόν καθημερινό ἀγώνα.
῞Ολα συνηθισμένα – ὅπως κάθε μέρα – σάν μιά μονότονη ρουτίνα, πού οἱ μικρές χαρές ἤ λύπες τῆς πεζῆς ζωῆς τῆς προκαλοῦν ἀνεπαίσθητες διακυμάνσεις. Ναί. Στά πρόσωπα ὅλων θά μποροῦσε ὁ καθένας νά διακρίνει ἕνα σύννεφο μελαγχολίας νά τά σκιάζει, ρυτίδες ἀπόκρυφης θλίψης νά τ’ αὐλακώνουν. ῞Ενας λαός παγιδευμένος – ὅπως ὅλοι τότε – στά στενά σύνορα τῆς ὕλης, ἀσφυκτιοῦσε καθώς ὁ πνιγηρός κλοιός τῶν πτώσεων, τῶν παθῶν, τῆς ἁμαρτίας τόν περιέσφιγγε. «Λαὸς καθήμενος ἐν σκότει», «ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου».
Μιά τέτοια κοινή μέρα σ’ αὐτή τήν πόλη, ἔτσι ἁπλά κι ἀθόρυβα ἦρθε καί «κατῴκησεν» ἐκεῖ ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός «καταλιπὼν τὴν Ναζαρέτ», πού τριάντα περίπου χρόνια Τόν εἶχε φιλοξενήσει στήν ἀφάνεια καί τή σιγή.
Νέα ἐποχή ἄρχιζε γιά τή ζωή Του. ῾Η δημόσια δράση Του. Νέα ἐποχή καί γιά τόν κόσμο ὅλο, τόν κόσμο τῆς ρουτίνας καί τοῦ μαρασμοῦ, πού θ’ ἀντίκριζε τό ὁλόλαμπρο ζωογόνο φῶς τοῦ ῾Ηλίου τῆς Δικαιοσύνης. Καί ἡ νέα ἐποχή ἄρχισε τότε σιγά-σιγά ὁλόλαμπρη ν’ ἀνατέλλει, ἄρχισε νά βιώνεται μέ πρωτοφανή ἀμέτρητα θαύματα. Μέ ποικίλες θεραπεῖες, μέ νεκραναστάσεις.
῾Ωστόσο – τί παράδοξο – θεμέλιό της στάθηκε ἕνα στερεότυπο κήρυγμα, μιά φράση.
«Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Ἀλλά μήπως μποροῦσε νά γίνει καί διαφορετικά; ῾Η Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὁ νέος κόσμος τῆς Χάριτος, τῆς ᾿Αφέσεως, τῆς Εἰρήνης καί τῆς Χαρᾶς, «ἤγγικε», ἔχει φθάσει, ἔχει ἐγγίσει τήν ἀνθρωπότητα μέ τήν ᾿Επιφάνεια τοῦ Θεανθρώπου Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἀλλά, ἄραγε, πόσοι εἶναι ἕτοιμοι νά νιώσουν τοῦτο τό λυτρωτικό ἄγγιγμα, τούτη τήν ἀνάλαφρη ζωογόνα πνοή; Ποιοί θ’ ἀνταποκριθοῦν ν’ ἀνοίξουν μάτια καί καρδιά, νά ὑποδεχθοῦν τή νέα ζωή;
Μά ὅσοι ἀκριβῶς ἀποδεχθοῦν τή σωστική κλήση: «Μετανοεῖτε». ῞Οσοι ἀρνηθοῦν καί καθημερινά ἀρνοῦνται τήν ἁμαρτία, πού ὅλους μᾶς ἔχει μπολιάσει, πού δηλητηριάζει κάθε μας στιγμή καί κάθε πράξη, πού ἀχρηστεύει κάθε μας καινούργια ἀπόπειρα νά φτάσουμε τήν εὐτυχία.
Νέα χρονιά!
Χαρούμενα κι αἰσιόδοξα τήν ἀρχίζουμε. Πληθωρικά δίνουμε καί παίρνουμε εὐχές γιά νά ’ναι «εὐτυχισμένος ὁ καινούργιος χρόνος». ῞Ομως, μήν τό ξεχάσουμε. Οἱ εὐχές θά μείνουν συμβατικά κι ἀνούσια λόγια, ἄν δέν προηγηθεῖ τό «Μετανοεῖτε», πού σέ ὅλους συνιστᾶ ὁ Χριστός.
Μεγάλοι καί μικροί νά διώξουμε ἀπ’ τήν ψυχή μας ὅ,τι σκοτεινό, ὅ,τι ψεύτικο, ὅ,τι ἁμαρτωλό. Ψέμα, θυμούς καί πονηριές, πείσματα, ζήλιες, πράξεις κρυφές μακριά! Νά λείψουν τά σύννεφα τῆς ἁμαρτίας, γιά νά λάμψει ὁ ῞Ηλιος τοῦ Χριστοῦ!
Κι αὐτή ἡ προσπάθεια κάθε μέρα. ῎Οχι μόνο μιά φορά. Δέν εἶπε «μετανοῆστε» ὁ Χριστός, ἀλλά «μετανοεῖτε». ᾿Αδιάκοπα. ᾿Ανανεωτικά. Μέ καθημερινή αὐτοκριτική καί ἀποφάσεις. Μέ εἰλικρινή καί συχνή ᾿Εξομολόγηση στό στοργικό πνευματικό. Μέ ἀγώνα συστηματικό. Γιατί ὁ νέος χρόνος δέ βρίσκεται στήν ἡμερομηνία. ῾Υπάρχει στήν ἐμπειρία.
Καί θά ’ναι εὐτυχισμένος ὅλος, ἄν ἡ ψυχή ἐπιτύχει καί κάθε μέρα κάτι καινούργιο νά ξεκινᾶ, μιά ἀνώτερη βαθμίδα εὐτυχίας μέ τή Χάρη τοῦ Χριστοῦ νά κατακτᾶ, καί τό ὅραμα τῆς τελειότητας, τῆς ἁγιότητας νά προσεγγίζει.__