Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Μαρκ. α΄ 1-8.
1 ΑΡΧΗ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. 2 Ὡς γέγραπται ἐν τοῖς προφήταις, ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου· 3 φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ, 4 ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. 5 καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖται, καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. 6 ἦν δὲ ὁ Ἰωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, καὶ ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον. 7 καὶ ἐκήρυσσε λέγων· ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ. 8 ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Aὐτό πού συνέβαινε στίς ὄχθες τοῦ ᾿Ιορδάνη, δέν εἶχε ξαναγίνει. Λαοθάλασσα! Μυρμηγκιά! Πήγαιναν κι ἔρχονταν ὁ κόσμος. ῎Εμεναν, ἄκουγαν τό κήρυγμα, βαπτίζονταν στόν ποταμό «ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν». ῾Η ἔρημος εἶχε μεταβληθεῖ σέ πολυθόρυβη πλατεία. Μᾶλλον σέ ὁλόφλογο καθαρτικό καμίνι πίστεως, εὐλαβείας καί μετανοίας.
«Ἐξεπορεύετο πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ ῾Ιεροσολυμῖται», σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ Εὐαγγελιστής. «Πᾶσα ἡ χώρα». Ξεσηκώνονταν σύσσωμα τά χωριά, ὅλα τά χωριά, καί σχημάτιζαν προσκυνηματικά καραβάνια γιά ἐκεῖ. Ἀλλά «καὶ οἱ ῾Ιεροσολυμῖται», οἱ «πρωτευουσιάνοι» δέν εἶχαν μείνει ἀνεπηρέαστοι κι αὐτοί. ῎Οχι λίγοι, ἀρκετοί, πολλοί ῾Ιεροσολυμίτες… ῞Ολοι! «Οἱ ῾Ιεροσολυμῖται»! Κανένας ἀπαθής! ῎Ετρεχαν ὅλοι σαγηνεμένοι, συγκινημένοι, ἐκστατικοί, ἐκεῖ πού τούς καλοῦσε ἡ «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ».
Μά τί συνέβαινε, λοιπόν; Ποιός τάχα γιγαντόσωμος στέντορας νά ἦταν αὐτός πού ὕψωνε τή φωνή του κι ἔκανε τόση ἐντύπωση καί τραβοῦσε τό λαό;
Νά τος. ᾿Εκεῖνος ὁ χλωμός, ἤρεμος ἄνθρωπος εἶναι, πού φοράει τό φτωχικό χοντροϋφασμένο χιτώνα ἀπό «τρίχας καμήλου» κι ἔχει ἁπλά στή μέση του «ζώνην δερματίνην». Τρέφεται ἀπέριττα καί ἀσκητικά. Μόνο μέ «ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον». Αὐτός εἶναι πού ἔχει προκαλέσει τό σεισμό. Κηρύττει «βάπτισμα μετανοίας». ῾Υπόσχεται ὅτι ὅπου νά ’ναι «ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερος», πού θά βαπτίσει τόν κόσμο ὄχι πιά μέ νερό ἀλλά «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ».
Καί τρέχουν οἱ ᾿Ιουδαῖοι μέ συντετριμμένες τίς ψυχές. Κλαῖνε. Ζητοῦν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μετανοοῦν. Περιμένουν… ῏Ηταν κάτι τό ἐκπληκτικό, στ’ ἀλήθεια. Μέσα σέ τόσο λίγο χρόνο, μέσα σ’ ἐκείνη τή χαλασμένη ἐποχή καί τά παρηκμασμένα ἤθη, νά παρουσιαστεῖ αὐτός ὁ πνευματικός συναγερμός, αὐτή ἡ κοσμογονία! ᾿Από ἕναν ἄνθρωπο. ᾿Από μιά φωνή! ᾿Απίστευτο! Κι ὅμως ἀληθινό. ῎Ισως καί πάρα πολύ εὔλογο. Γιατί ὁ ἄνθρωπος πού μιλοῦσε δέν ἦταν συνηθισμένος. ῏Ηταν ῞Αγιος! ῏Ηταν ὁ Τίμιος Πρόδρομος!
«Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου» εἶχε προαναγγείλει μέ τόν Προφήτη Του ὁ Θεός. «Τὸν ἄγγελόν μου», τόν εὐλογημένο δοῦλο μου πού ἔφθασε στά μέτρα τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς. Μέ τή βαθιά του εὐλάβεια καί πίστη, μέ τή νηστεία καί τήν ἁγνότητα, μέ τήν ἐκπληκτική ταπείνωσή του.
Πῶς νά μή δημιουργηθεῖ κατόπιν ὁ συναγερμός; Πῶς νή μήν πνεύσει στίς ψυχές τό ῞Αγιο Πνεῦμα; Πῶς νά μήν ἀπαρτισθεῖ ἔτσι τό προοίμιο τῆς σωτηρίας, ἡ «ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ»;
Τοῦτο τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα στήν ἀρχή τῆς νέας χρονιᾶς ἔρχεται πολύ ἐπίκαιρα νά δώσει λύση σέ κάποιες ἀγωνίες. Στήριγμα ρεαλισμοῦ στίς ἐλπίδες καί στά ὄνειρά μας. Καθώς ὑποδεχθήκαμε τό νέο ἔτος, ὅλοι εὐχηθήκαμε νά εἶναι εὐτυχισμένο, ἐξυψωτικό, σωτήριο γιά τήν ἀναστατωμένη ἐποχή μας. Συνάμα, ὅλοι ἀνανεώσαμε κάποιες ἀποφάσεις νά δουλέψουμε γιά τό καλό, κάτι νά κάνουμε γιά νά γκρεμισθοῦν πιά τ’ ἀδιέξοδα τοῦ ἀθεϊσμοῦ καί τῆς ὑλοφροσύνης.
῾Ωστόσο, σέ κεῖνο τό σημεῖο – ἄς τό ὁμολογήσουμε – νιώσαμε δισταγμό. Μπροστά στό χείμαρρο τοῦ κακοῦ, στίς μεθυσμένες μάζες, στά παντοδύναμα ἑλκυστικά κέντρα πού μεθοδεύουν τή σήψη, τί θά μπορέσω – ἕνας ἐγώ – νά κάνω; «φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» θά γίνει ἡ φωνή μου. «Φωνὴ βοῶντος»… ῎Εχει καθιερωθεῖ πιά σάν παροιμία. «Τίποτε δέν μπορεῖ νά γίνει».
Κι ὅμως. ῾Η ἴδια ἡ φράση μᾶς ἀφυπνίζει καί μᾶς ἐλέγχει. ᾿Εκείνη ἡ πρώτη φωνή πῶς μπόρεσε κι ἔφερε χαλασμό; Πῶς μπόρεσε κι ἄνοιξε δρόμο στά δύσβατα, στίς ψυχές, καί πέρασε ὁ Μεσσίας μέ τό φῶς Του;
Τό μυστικό της βρισκόταν ἀναμφίβολα στά βάθη τοῦ εἶναι, ὅπου λαμπάδιαζε ἡ Πίστη καί ἡ ᾿Αρετή. ῎Επειτα, προσέξτε καί τό ἄλλο. Τόσος κόσμος, ποῦ ἦταν κρυμμένος; Σέ ποιά μυστικά φυλλοκάρδια εἶχε διασώσει τήν πίστη; ᾿Ακόμη καί τελῶνες καί στρατευμένοι στούς Ρωμαίους εἶχαν προστρέξει καί ζητοῦσαν ταπεινά ὁδηγίες γιά μιά θεάρεστη ζωή.
Ναί. Εἶναι κι αὐτό κάτι πολύ ἀληθινό. ῾Υπάρχουν ψυχές καλοπροαίρετες. Κρυμμένες μά πολλές! ῾Υπάρχουν ἀδελφοί πού περιμένουν. ῎Αν στή φωνή μας διαπιστώσουν εἰλικρίνεια, ζῆλο, πίστη φλογερή, ταπείνωση καί καλοσύνη, θά τρέξουν ν’ ἀνταποκριθοῦν. Μήν ἀμφιβάλλετε. Αὐτό ψάχνουν. Γι’ αὐτό περιμένοντας σιωποῦν. ῞Ολοι εἶναι ἕτοιμοι ν’ ἀσπασθοῦν «τὴν ὁδὸν Κυρίου», γιατί ὅλοι καταλαβαίνουν ὅτι δέν εἶναι ἄλλη σάν κι αὐτή…
῾Οπότε… Μά δέν πρέπει νά διστάζουμε! Θά ὑψώσουμε κι ἐμεῖς φωνή. Στό Σχολεῖο, στό Φροντιστήριο, στήν Κοινωνία. Φωνή μέ λόγο ἀλλά καί μέ χριστιανική ζωή.
Καί τότε – νά δεῖτε – θά γίνει ἕνα νέο ξεκίνημα, «ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Θά συναχθοῦν πλῆθος οἱ καλοπροαίρετες ψυχές. Καί θά ’ναι ἀνοιχτός, ἕτοιμος πιά ὁ δρόμος γιά νά περάσει ᾿Εκεῖνος, νά μιλήσει μέ τήν πανσθενή Του Χάρη καί νά φέρει κάτι ὁλότελα καινούργιο καί ὡραῖο στή νέα χρονιά. Στήν ἴδια τή ζωή μας.__