καλοκαίρι το [kalokéri] : 1α. η μία από τις τέσσερις εποχές του έτους, ανάμεσα στην άνοιξη και στο φθινόπωρο, που στο βόρειο ημισφαίριο αρχίζει στις 21 ή 22 Iουνίου και τελειώνει στις 22 ή 23 Σεπτεμβρίου· το θέρος. || η εποχή του έτους που περιλαμβάνει τους μήνες Iούνιο, Iούλιο και Aύγουστο. β. η πιο θερμή εποχή του έτους, η αρχή και το τέλος της οποίας δε συμπίπτει ακριβώς με τις παραπάνω ημερομηνίες, σε αντιδιαστολή προς το χειμώνα: || πολύ ζεστός καιρός, σε οποιαδήποτε άλλη εποχή: Έξω / σήμερα είναι ~. 2. κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού: Tα περισσότερα φρούτα ωριμάζουν το ~. (Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής)
3. Πράσινο άφθονο, δροσιά στο σώμα και στην ψυχή, παιχνίδι ατέλειωτο, παρέα μοναδική.
Κατά κανόνα σε πολλές περιοχές της χώρας και για το νομό Ηλείας στη ΔΙΒΡΗ!
Το φαινόμενο θα εκδηλωθεί:
από 27 Ιουνίου μέχρι 5 Ιουλίου για τα Χελιδόνια
και από 5 μέχρι 18 Ιουλίου για τις Χαρούμενες Αγωνίστριες!
~ σημαίνει ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΗ!!!.
(γραμμένο στις καρδιές των απανταχού ΧΑ Πύργου)