Θέλαμε να τους πούμε ευχαριστώ…

για όσα μας εδωσαν και μας δίνουν

για όσα μας έμαθαν και μας μαθαίνουν

για όσα μας έδειξαν και μας δείχνουν

για όσα λένε στο Θεό για μας…

κι έτσι με αφορμή την Υπαπαντή του Κυρίου (2 Φεβρουαρίου), όπου η Εκκλησία μας τιμά

τις οικογένειες ετοιμάσαμε μια μικρή γιορτούλα για τους γονείς μας!

Ακολουθούν μερικά στιγμιότυπα και μια μικρή ιστορία που τους παρουσιάσαμε!

Με αγάπη, αφιερωμένα σε όλους τους γονείς!

Οι Χαρουμένες Αγωνίστριες και τα Χελιδόνια Κορωπίου

Οι Χαρούμενες Αγωνίστριες και τα Χελιδόνια Μ. Βασιλείου και Χαλανδρίου

ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ

Κάποια μέρα στο σχολείο ήρθε η μητέρα της Μαίρης, να ρωτήσει για την πρόοδο της. Ήταν καλοντυμένη και όμορφη. Πολλές συμμαθήτριές της μόλις έφυγε μαζεύτηκαν στο προαύλιο και μιλούσαν με θαυμασμό για εκείνη. Ανάμεσά τους ήταν και η Άννα. «Τι ευτυχισμένη που είναι η Μαίρη», σκεφτόταν, «να έχει μια τέτοια μητέρα»! Ενώ η δική της είχε εκείνο το απαίσιο σημάδι στο μέτωπό της που την έκανε τόσο άσχημη. Πόσο θα ήθελε να έχει μία μητέρα σαν της Μαίρης. Τη δική της δεν θα μπορούσε ποτέ να την παρουσιάσει στις συμμαθήτριές της. Εκείνο το μακρουλό παλιό σημάδι χαλούσε όλη της την εμφάνιση.

Πέρασαν μέρες και η μητέρα της Άννας, ήθελε να πάει στο σχολείο να πληροφορηθεί για την πρόοδό της. Μα η Άννα δεν την άφηνε. Πώς θα την έβλεπαν οι φίλες της; Τι θα έλεγαν; Θα ήταν τόσο χτυπητή η διαφορά της μητέρας της με τη μητέρα της Μαίρης. Ευτυχώς που είχε έρθει η γιαγιά της για λίγες μέρες και η μητέρα δεν θα μπορούσε να την αφήσει μόνη της.

Περίμενε πολύ αυτό τον ερχομό της γιαγιάς η Άννα. Καθόταν δίπλα της και ζητούσε να της διηγηθεί εκείνες τις ωραίες ιστορίες της που δεν ήθελε να τελειώσουν. Έτσι και αυτή τη φορά κάθισε μαζί της. «Τι σου συμβαίνει Αννούλα μου;» ρώτησε η γιαγιά. «Μου φαίνεται κάτι σε απασχολεί. Σε βλέπω λιγάκι αλλαγμένη. Θα ήθελες να μου πεις; Πριν όμως θα ήθελα να σου πω μία αληθινή ιστορία. Πάνε 12 χρόνια περίπου από τότε. Ήσουν λίγων μηνών μωρό στην κούνια. Η μανούλα σου καμάρωνε το πρώτο της αγγελούδι. Μια μέρα, εκείνη ήταν στο μπαλκόνι του σπιτιού σας και εσύ κοιμόσουν στο υπνοδωμάτιο, στην άλλη άκρη του διαμερίσματος». Η γιαγιά σταμάτησε συγκινημένη. «Δεν θέλω να θυμάμαι εκείνες τις ώρες», συνέχισε. «Εγώ γύριζα από την αγορά κι ήμουν δύο τετράγωνα μακριά από την οικοδομή σας, όταν αντίκρισα το φοβερό θέαμα: η πολυκατοικία σας ζωσμένη με πύρινες φλόγες ψηλές, άγριες, δυνατές. Κόσμος και πυροσβέστες γύρω προσπαθούσαν απεγνωσμένα να δαμάσουν το φοβερό θεριό, που όπως μάθαμε έπειτα, ξέσπασε και απλώθηκε πολύ γρήγορα από μια έκρηξη στο λεβητοστάσιο της πολυκατοικίας.

Τι αγωνία, Θεέ μου, ήταν εκείνη. Τι τραγικές στιγμές! Αναζητούσαν τα μάτια μου το παιδί μου και το εγγονάκι μου. Μα τίποτα…Μετά από ώρα – κι ενώ η καρδιά μου θερμά παρακαλούσε τη Μάνα μας την Παναγία να σας σώσει – είδα κάποιον πυροσβέστη να σέρνει με το ένα του χέρι τη μητέρα σου γεμάτη αίματα στο πρόσωπο κι απ’ το άλλο να έχει παραμάσχαλα εσένα. Τι είχε συμβεί;

Η μητέρα σου, όταν αντιλήφθηκε την πυρκαγιά, πάλεψε πολύ για να σε σώσει, γιατί ήσουν παγιδευμένη στο υπνοδωμάτιο. Στην απεγνωσμένη της προσπάθεια κάποιο πύρινο δοκάρι της άνοιξε το μέτωπο και την τραυμάτισε πολύ σοβαρά.

Εσύ, δόξα τω Θεώ, σώθηκες. Η μητέρα σου όμως έμεινε αρκετές μέρες στο νοσοκομείο με εντατική παρακολούθηση. Το βαθύ σκίσιμο και τα ράμματα στο μέτωπο της άφησαν για πάντα ένα βαθύ μακρουλό σημάδι. Η ίδια καθόλου δε στενοχωρήθηκε γι’ αυτό. Της έφτανε που έσωσε το μικρό της αγγελούδι, την Αννούλα…»

Η γιαγιά σταμάτησε. Η Άννα έσκυψε το κεφάλι. Πόσο λάθος είχε κάνει. Ευχαρίστησε με όλη της την καρδιά τη γιαγιά της και έτρεξε γεμάτη ευγνωμοσύνη στη μητέρα της, την ηρωίδα… την πιο γλυκιά μανούλα του κόσμου.