Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λουκ. ιβ΄ 16-21

16 Εἶπε δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· 17 καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; 18 καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, 19 καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. 20 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; 21 οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν.

Ήταν πλούσιος μεγαλοκτηματίας. Ἦρθε καί ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ μεγάλη. Βρο-
χή καί ἥλιος στόν καιρό τους ἔφεραν μιά εὐφορία καταπληκτική. Λύγιζαν τά
σπαρτά ἀπό τό πλούσιο στάχυ. Ἔγερναν καί τά ἀμπέλια καί τά ἐλαιόδενδρα
ἀπό τό βάρος τοῦ καρποῦ…

Ὅμως ὁ πλούσιος σέ κάθε ἀντίκρισμά τους συνοφρυωνόταν, σάν νά τόν εἶχε βρεῖ
κάποια ἀναπάντεχη συμφορά.

Γιατί;

Ἔβλεπε ὅτι οἱ ἀποθῆκες του ἦταν ἀδύνατο νά χωρέσουν «τὰ γενήματά του καὶ τὰ
ἀγαθά του». Τήν τόσο πλούσια σοδειά, πού τοῦ εἶχε φέρει ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Μπῆκε λοιπόν σέ μεγάλη ἔννοια. Ἄρχισε νά τόν ἀπασχολεῖ μέσα του ἡ σκέψη: «τί
ποιήσω;» –Τί νά κάνω ὥστε νά μήν πάει τίποτε χαμένο;

Ἡ σκέψη αὐτή τοῦ ἔγινε ἀδιάκοπη μέριμνα. Τοῦ ἔγινε ἀγωνία μέρα καί νύχτα. Δέν
ἔβρισκε ἡσυχία. Τοῦ τριβέλιζε συνέχεια τό μυαλό του. Τά θεωροῦσε ὅλα καταδικά του.

Δέν ἄφηνε κανένας νά τοῦ πάρει οὔτε σπυρί. Ἤθελε νά τά χαρεῖ ὅλα μοναχός του.
Νά τά ἔχει ἀτελείωτα, ἄσωστα καί νά περνᾶ τή ζωή του μέ ἀνάπαυση, μέ γλέντια καί
χαρές.

Πῶς θά ἀσφαλίσω «τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου»! ἔλεγε συνεχῶς.
Ἐπιτέλους, ὕστερα ἀπό πολλούς συλλογισμούς καί ὑπολογισμούς βρῆκε τή λύση
καί τήν εἶπε φωναχτά:

–Θά γκρεμίσω τίς ἀποθῆκες μου. Θά χτίσω ἄλλες μεγαλύτερες κι εὐρύχωρες. Θά
μαζέψω ἐκεῖ «πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου». Καί τότε πιά θά πῶ στήν
ψυχή μου: –Ψυχή μου, ἔχεις πολλά ἀγαθά ἀποθηκευμένα, πού σοῦ φτάνουν γιά χρό-
νια πολλά. Κάθησε λοιπόν καί μή σκοτίζεσαι γιά τίποτε ἄλλο. Ἀπόλαυσε τή ζωή σου!
Ἀναπαυτική! Εὐχάριστη!… «Φάγε, πίε, εὐφραίνου».

Τό σχέδιο πραγματοποιήθηκε ἐγκαίρως. Ἄλλωστε πλούσιος ἦταν. Τά μέσα τά εἶχε
ἄφθονα. Τά γενήματα μέ τήν ἄγρυπνη παρακολούθησή του καί τίς ἀδιάκοπες προστα-
γές συνάχθηκαν στίς καινούργιες ἀποθῆκες…

Ὅμως ὁ πλούσιος δέν πρόλαβε νά ἐπαναλάβει καί στόν ἑαυτό του τίς ἐντολές, πού
τόσο εἶχε ἐπιθυμήσει νά φτάσει ἡ ὥρα γιά νά τίς προφέρει. Δέν πρόφτασε νά πεῖ:

–Ψυχή μου, μήν ἀνησυχεῖς πιά γιά τίποτε. «Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Τά
πλούτη σου εἶναι ἀτέλειωτα. Ἔχεις ἀγαθά «κείμενα εἰς ἔτη πολλά». Ὄχι. Τόν πρόλαβε
μιά ἄλλη φωνή φοβερή πού ἀκούστηκε:

–«Ἄφρον»!

Ποιός τόν φώναζε ἄμυαλο; ἀνόητο; Ρίγησε στό ἄκουσμα τῆς φωνῆς τοῦ Θεοῦ ὁ
πλούσιος. Κρύος ἱδρώτας τόν περιέλουσε…

Τά πονηρά πνεύματα, πού σ’ αὐτά πειθαρχοῦσε καί μέ τίς δικές τους ἐμπνεύσεις
σύναζε τά ἀγαθά, πού τοῦ χάριζε ὁ Θεός – ὄχι γιά νά κάνει καλοσύνες ἀλλά γιά νά τά
σκορπίζει σέ φαγοπότια καί ἄνομες χαρές – ἦρθε ἡ ὥρα νά πάρουν τήν ψυχή του.
Ὁ ἄφρων πλούσιος ἔμεινε νεκρός ἐκεῖ πού καθόταν…

Ὁ Κύριος, καθώς εἶδε τά πλήθη ἐπηρεασμένα ἀπό «τοῦ
ἄφρονος» τόν ξαφνικό θάνατο, πού τόσο ζωηρά τούς διηγή-
θηκε μέ τήν πιό πάνω παραβολή, πρόσθεσε:

–Ὅμοιο τέλος θά ἔχει καί καθένας πού θησαυρίζει ἀγαθά
ἐδῶ στή γῆ, γιά νά τά ἀπολαμβάνει ἐγωιστικά αὐτός μοναχός του, ὅπως τοῦ ἀρέσει,
καί δέ φροντίζει νά μαζεύει στόν Οὐρανό μέ τά ἔργα τῆς ἀγάπης θησαυρούς πνευμα-
τικούς, οἱ ὁποῖοι ἀρέσουν στόν Θεό.

«Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου».

Μ’ αὐτές τίς τέσσερις προστακτικές προσπαθοῦν καί σήμερα πολλοί ἄνθρωποι νά
ἱκανοποιήσουν τήν ψυχή τους.

Εἶναι ἡ ὑλιστική νοοτροπία τῆς ἐποχῆς μας.

Ἀλλά χορταίνει ἡ ψυχή μέ πράγματα ὑλικά;

Ὅσο πιό πολλά ἀπ’ αὐτά τῆς προσφέρεις, τόσο πιό ἀδειανή καί πεινασμένη
αἰσθάνεται.

Ἔτσι ἀδειανή καί ἀνικανοποίητη τήν αἰσθανόταν καί ὁ… φτωχός αὐτός ἄνθρωπος
– ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς – ὁ πραγματικά ἄμυαλος.

Τήν ψυχή τήν ἱκανοποιεῖ καί τήν εὐφραίνει ἡ πίστη καί ἡ ἀφοσίωση στόν Θεό.

Τή γεμίζει ἀπό χαρά ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον, ἡ ἀγάπη στήν Πατρίδα καί τήν
οἰκογένεια.

Τέτοια μεγάλα καί ὑψηλά ἰδανικά ἐνέπνεαν καί τούς μεγάλους ἐθνικούς μας εὐεργέτες.
Ἐργάσθηκαν ὅλοι αὐτοί. Κοπίασαν. Μόχθησαν πραγματικά. Ὄχι ὅμως γιά τόν ἑαυτό
τους. Ἀλλά γιά τούς σκλάβους ἀδελφούς. Γιά τούς φτωχούς συμπατριῶτες. Γιά νά
μορφωθεῖ ἡ νέα γενιά. Γιά νά ἀνακουφισθεῖ ὁ πόνος. Ἔχτισαν σχολεῖα, νοσοκομεῖα,
ὀρφανοτροφεῖα, βιβλιοθῆκες… Ἔφτιαξαν γέφυρες, λιμάνια, δρόμους, ὑδραγωγεῖα…

Πρόσφεραν στήν Πατρίδα στόλους ἀπό πλοῖα, ἀεροπλάνα… γιά νά ὑπερασπίζεται καί
νά προστατεύει τά παιδιά της ἀπό τήν ἐπιβουλή τοῦ ὁποιουδήποτε ἐχθροῦ…

Ὑλιστική εἶναι ἡ νοοτροπία τῆς ἐποχῆς μας, εἴπαμε. Ὅμως τί μ’ αὐτό; Ὅπως ποτέ
δέν ἔλειψαν οἱ ἄνθρωποι πού τούς ἐνέπνεε ἡ πίστη στόν Θεό καί ἡ ἀγάπη, ἔτσι καί
τώρα.

Εἶναι καί σήμερα ἐλπιδοφόρο ὅτι ἐσεῖς οἱ νέοι ἐμπνέεσθε ἀπό τά ὑψηλά καί τά
ὡραῖα ἰδανικά. Καί περιμένουν ὅλοι ἕνα καλύτερο αὔριο, πού δέ θά ἔχει γιά δόγμα τό
«ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου», ἀλλά τό «εἰς Θεὸν πλουτεῖν». Τό νά ἀποταμιεύει
ὁ καθένας στόν Οὐρανό θησαυρούς πνευματικούς – τά ἔργα τῆς ἀγάπης καί τῆς κα-
λοσύνης.

Καλλιεργῆστε μέσα σας αὐτή τήν τόσο εὐγενική ἐπιθυμία. Καί ὁ Θεός θά σᾶς δώσει
τέτοιες εὐκαιρίες.

Θά σᾶς εὐλογήσει πλούσια, γιά νά τήν πραγματοποιήσετε ἀνάλογα μέ τά χαρίσμα-
τά σας.