Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λουκ. ζ΄ 11-16

11 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. 12 ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. 13 καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε· 14 καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. 15 καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. 16 ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ. 

 

Στή Ναΐν σπαραγμός! Ἀπό τήν πύλη τῆς μικρῆς πολιτείας εἶχαν βγεῖ κιό-
λας οἱ πρῶτοι μέ τό ξυλοκρέβατο. Μέ ἀργό βῆμα προχωροῦσαν. Πίσω ἡ
μαύρη μάνα πνιγμένη στό κλάμα. Γύρω της οἱ χωριανοί πάσχιζαν νά τήν
παρηγορήσουν, νά τή στηρίξουν μή καί σωριασθεῖ στό χῶμα. Πίσω οὐρά
ὁ κόσμος, «ὄχλος πολύς», ἀκολουθοῦσαν σιωπηλοί – ἄλλοι μέ πνιχτούς λυγμούς
– ὅλοι μελαγχολικοί.

Ἀπίστευτη ἦταν ἡ συμφορά. Ἀσήκωτος ὁ πόνος. Νέο παιδί, ὅλο χάρη καί δροσιά,
ὅλο ζωή καί σφρίγος, ἔκλεισε ξαφνικά τά μάτια. Καί τό ’χε μονάκριβο ἡ δύστυχη μάνα!
Μοναδικό της στήριγμα, ἐλπίδα καί χαρά της, ἀφότου μάλιστα εἶχε χάσει καί τόν ἄνδρα
της… Ἄκου τό κλάμα της! Σοῦ σχίζει τήν καρδιά. Πῶς νά ζήσει τώρα ἡ ἔρμη; Σαλεύει
ὁ νοῦς σέ τέτοιον πόνο.

Ὅμως μέσα στούς γόους, τ’ ἄφθονα δάκρυα καί τ’ ἀναφιλητά, μιά στοργική φωνή
ἀκούγεται ἀπρόσμενα. Πόσο ἀλλιώτικη! Καί πόσο σταθερή! «Μὴ κλαῖε». Σταμάτησε
τό κλάμα σου!

Θά μπόρεσε τάχα ἡ δόλια μάνα νά δεῖ μέσ’ ἀπ’ τίς λίμνες τῶν ματιῶν της Αὐτόν πού
τῆς μιλοῦσε; Δίχως ἄλλο, θά τό ’νιωσε ἡ μητρική καρδιά της. Μιά ἀπρόσμενη ἀκτίνα
ἐλπίδας. Ζωηρή!

Ἡ πικρή πομπή ἔχει σταματήσει. Ὁ ξένος – εἶναι ὁ Χριστός μας – ἀκουμπάει τό χέρι
στό νεκροκρέβατο καί τό κρατάει ἀκίνητο, ἐνῶ μιά ἄλλη συνοδεία – οἱ μαθητές Του
– ἔχει φράξει τό δρόμο γιά τό νεκροταφεῖο. Κι ἀνάμεσα στά δυό πλήθη ὁ νεκρός νέος κι
ὁ Ζωοδότης. Τώρα ὁ Χριστός ἔχει στυλώσει τό βλέμμα στό νεκρό. Τώρα τοῦ μιλᾶ. Θεέ
μου! Πῶς τοῦ μιλᾶ! Τόν διατάζει! Ἀνατριχιάζουν ὅλοι στή δύναμη τῆς φωνῆς Του.

«Νεανίσκε», νέε μου! «Σοὶ λέγω», σέ σένα μιλῶ, σέ σένα τό λέω, δίνω ἐντολή,
«ἐγέρθητι», σήκω ἐπάνω, ζῆσε πάλι!

Κομμένη ἡ ἀνάσα, ὀρθάνοιχτα ἀπό τήν ἀπορία τά μάτια ὅλων. Θεέ μου! Ἄν εἶναι
δυνατόν…

Σάν ζεστό κύμα ξεχύνεται στό κέρινο πρόσωπο πάλι ρόδινο χρῶμα. Τά βλέφα-
ρα τρεμοπαίζουν. Παίρνει βαθιά ἀνάσα, ἀνοίγει τά μάτια ὁ νέος! Ἀνασηκώνεται,
«ἀνεκάθισε»… Θεέ μου! Ξανάρθε στή ζωή!… «καὶ ἤρξατο λαλεῖν». Κοίτα τον πῶς
μιλάει!… Δέν εἶναι ὄνειρο λοιπόν. Καί νά, τώρα ὁ Εὐεργέτης τόν βοηθάει νά σταθεῖ στά
πόδια του καί τόν παραδίδει στήν πονεμένη μητρική ἀγκάλη.

Νέος νεκρός! Τό πιό τραγικό σύμπλεγμα. Ὑπόθεση θρήνων καί ὀλοφυρμῶν. Ὄχι
μόνο γιά τότε στή Ναΐν μά καί γιά σήμερα στίς δικές μας πόλεις.
Νέοι νεκροί! Ὄχι ἁπλῶς στό σῶμα, μά πρωτίστως στήν ψυχή. Ὅταν οἱ νέοι παγιδεύ-
ονται σέ «νεκρά ἔργα» (Ἑβρ. ς΄ 1), σέ πράξεις πού σκορποῦν τριγύρω ἀποφορά θανά-
του, πράξεις πού θανατώνουν καί ψυχή καί σῶμα ὅσων τίς δοκιμάζουν (Ρωμ. ς΄ 23).

Τί φοβερό! Δέ βλέπετε πόσους νέους κάθε μέρα κλαίει ἡ κοινωνία; Δέν ἀκοῦτε μέ
ἄλγος κάθε μέρα καί γιά καινούργια θύματα τοῦ θανάτου; Θύματα στήν κακή παρέα,
στό ξενύχτι, στά ποτά, στά ναρκωτικά… Θύματα στήν παθιασμένη περιπέτεια, στήν
ξέφρενη ταχύτητα, στή βία… Θύματα, θύματα… Σπαράζουν οἱ καρδιές. Θρηνοῦν ὅσοι
ἐπιζοῦν, κηδεύουν καί μοιρολογοῦν…

Μά ὄχι!

Γιά ὅσους δέν ἔχουν ρίξει μέ ἀπόγνωση κάτω τό κεφάλι, φαί-
νεται καθαρά ἡ ἐλπίδα. Νά Τος! Ἔρχεται ἀπό μακριά ὁ Χριστός,
ὁ Ζωοδότης! Πλῆθος ἀνθρώπων μέ εἰρηνική χαρά Τόν πλαισι-
ώνει καί Τόν ἀκολουθεῖ.

Καί πλησιάζει. Τώρα θά πεῖ πάλι τό «μὴ κλαῖε». Τώρα θά δώσει ἐντολή νά γίνει πάλι
ἀνάσταση, νά σταματήσει τό θανατικό.

Τί θαῦμα! Κοντά Του ἕνας-ἕνας νέος θά γυρίσει ἀπ’ τό χεῖλος τοῦ θανάτου στή ζωή.
Θά ξαναβρεῖ τό χαμένο ἑαυτό του, τίς αἰσθήσεις του, τά λογικά του, τήν ψυχή του!
Θά ζήσει! Ὅπως ὁ νεκρός νέος τῆς Ναΐν, ὅταν συνταντήθηκε μέ Κεῖνον, πού εἶναι «ἡ
Ἀνάστασις καὶ ἡ Ζωή» (Ἰω. ια΄ 25).

Λοιπόν, ἐλᾶτε νά δοθοῦμε ὁλόψυχα στόν Χριστό. Ἐλᾶτε νά ὁδηγήσουμε καί κάποι-
ους φίλους, κάποιους δικούς μας ἴσως, κοντά Του. Μήν καθυστεροῦμε! Τούς θρήνους
πρέπει ἐπιτέλους νά τούς διαδεχθεῖ ἡ χαρά, ὁ ἀναστάσιμος παιάνας καί τό ζείδω-
ρο Φῶς τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι καιρός νά δοῦμε νέους ζωντανούς, πού θ’ ἀκτινοβολοῦν
ἁγνότητα, ἁγιότητα, ἐνθουσιασμό, πού θ’ ἀνοικοδομοῦν ἕνα ἐλπιδοφόρο μέλλον,
πού θ’ ἀποπνέουν «ὀσμὴ ζωῆς» (Β΄ Κορ. β΄ 16) καί θά διεκδικοῦν εὐγενικά, ὅσο κι
ἀποφασιστικά «τὸν στέφανον τῆς ζωῆς» (Ἀποκ. β΄ 10).

Κάποτε πρέπει πιά νά πάρει τό λόγο στή ζωή μας, στά Σχολεῖα, στήν Κοινωνία, στή
γαλανή Πατρίδα μας, ὁ Χριστός!