Γεννήθηκε στην Κων/πολη το 640. Πατέρας του ήταν ο πατρίκιος Ιουστινιανός, πού τον ανέθρεψε με μεγάλη ευσέβεια. Είκοσι χρονών έμεινε ορφανός από πατέρα, τον όποιο σκότωσε ο Κων/νος ο Πωγωνάτος, αφού τον συμπεριέλαβε μεταξύ αυτών πού σκότωσαν τον πατέρα του. Τον Γερμανό τον κατέταξε στον κλήρο της Εκκλησίας.
Αυτός, φημισμένος για την αρετή, τη μόρφωση και την αγιότητα της ζωής του, εκλέχθηκε μητροπολίτης Κυζίκου, στο 37ο έτος της ηλικίας του. Αργότερα όταν χήρεψε ο πατριαρχικός θρόνος, με τη γνώμη του βασιλιά Αναστασίου και την ψήφο της συγκλήτου, του κλήρου και του λάου, ανέβηκε στον οικουμενικό θρόνο (715). Από τη θέση αυτή, αφιέρωσε όλες του τις πνευματικές και ηθικές δυνάμεις, διδάσκοντας και νουθετώντας με τα συνεχή κηρύγματα του το λαό.
Κατόπιν, όταν ο εικονομάχος αυτοκράτορας Λέων ο Ίσαυρος, του είπε να συμμορφωθεί με τα ασεβή διατάγματα του, αυτός όχι μόνο δεν υπάκουσε, αλλά παρότρυνε και το λαό σε αντίσταση. Αναγκάστηκε έτσι να παραιτηθεί, αφού κατέθεσε το ώμοφόριό του πάνω στην αγία Τράπεζα. Αποσύρθηκε σ’ ένα πατρικό του κτήμα, το Πλατάνια, και μετά από σύντομη αρρώστια, πέθανε σε ηλικία 100 ετών στις 12 Μαΐου το 740.Η ταφή του έγινε στη Μονή της Χώρας.
Πηγή: “Αγιολόγιο της Ορθοδοξίας” του Χρήστου Δ. Τσολακίδη